Ντράζεν Πέτροβιτς, ο «τρομοκράτης» της γειτονιάς

Το Σίμπενικ ήταν ένα μικρό ψαροχώρι αλλά και το μέρος καταγωγής της Μπισέρκα Πέτροβιτς. Η ίδια ισχυρίζεται ότι όταν ήταν έγκυος τον Ντράζεν, πήγαινε κάθε μα κάθε ημέρα στο διπλανό ποτάμι και γευόταν το υφάλμυρο νερό. Ο μύθος λέει ότι από αυτό τροφοδότησε στον Ντράζεν τις μαγικές του δυνάμεις…

Αντίθετα, ο Τζόλε Πέτροβιτς δεν ήταν από εκεί. Είχε γεννηθεί περίπου 20 χιλιόμετρα έξω από το Ντουμπρόβνικ. Ακολουθώντας μετά τον πόλεμο καριέρα αξιωματικού στο αστυνομικό σώμα. Ο πατέρας του Ντράζεν και του Αλεξάντερ ήταν ένα πολύ αξιοσέβαστο άτομο στη μικρή κοινωνία του Σίμπενικ. Ήταν κοινό μυστικό (μιας και ο ίδιος μιλούσε ποτέ για τέτοια θέματα) ότι ο Τζόλε αναλάμβανε εκτός υπηρεσίας και από δική του θέληση, τη διαδικασία επανένταξης νεαρών που είχαν εκτίσει την ποινή τους στη φυλακή, κάνοντας ότι περνούσε από το χέρι του για να τους βρει δουλειά. Συνταξιοδοτήθηκε νωρίς, όταν τα παιδιά του ήταν πολύ μικρά (o Άτσο ήταν μόλις πέντε και ο Ντράζεν μωρό) για να αφιερωθεί σε αυτά. Και μάλλον καλά έκανε, γιατί όταν έχει γιους τον Ντράζεν και τον Αλεξάντερ, η προσοχή σου απλά πρέπει να βρίσκεται στα «κόκκινα».

Η ιστορία που ακολουθεί είναι χαρακτηριστική!

Η οικεία της οικογένειας Πέτροβιτς βρισκόταν στο βόρειο κομμάτι του Σίμπενικ και στην οδό Petra Peradovica, αριθμός 3. Είχαν μετακομίσει εκεί τον Αύγουστο του 1964 (δύο μήνες πριν γεννηθεί ο μικρός). Λίγα μέτρα παραδίπλα έμενε ένας από τους καλύτερους φίλους του Ντράζεν , ο γνωστός μας (κόουτς σήμερα) Νέβεν Σπάχια. Το παράθυρο του δωματίου του «Μότσαρτ» έβλεπε στην κεντρική πόρτα της οικείας Σπάχια και έτσι ήταν εύκολο για τον μικρό γιο του Τζόλε να κανονίζει το απογευματινό μίτινγκ για παιχνίδι με σφυρίγματα και νοήματα με τα χέρια.

Η «συμμορία» των αδερφών Πέτροβιτς μαζευόταν στο ανοιχτό γήπεδο της γειτονίας παίζοντας μπάσκετ. Έμεναν εκεί μέχρι αργά το βράδυ γυρίζοντας έναν προβολέα που βρισκόταν δίπλα από το γήπεδο, προς το καλάθι ώστε να συνεχίζουν το παιχνίδι τους όταν νύχτωνε. Το πάθος του Ντράζεν για το άθλημα ξεχείλιζε και τίποτα δεν μπορούσε να το σταματήσει. Ούτε ο μεσήλικας γείτονας που γκρίνιαζε συνεχώς για τη φασαρία που προκαλούσαν οι πιτσιρικάδες. Ένα πρωί, ο «ιδιότροπος» αυτός κύριος κατέβηκε στο ανοιχτό γήπεδο και ξήλωσε τη μπασκέτα.

Η απάντηση ήρθε το απόγευμα και ήταν υπέρ του δέοντος δυναμική. Η «συμμορία» έστησε το καλάθι ξανά στη θέση του και τοποθέτησε, προς γνώση και συμμόρφωση, στο μπαλκόνι του «ενοχλητικού» μια ράβδο δυναμίτη. Κανείς δεν τόλμησε να διαμαρτυρηθεί ξανά για τις «αθλοπαιδιές», κανείς δεν παραπονέθηκε και πρωτίστως κανείς δεν ανέφερε το παραμικρό στις οικογένειες των παιδιών, οι περισσότερες εκ των οποίων φημίζονταν για την αυστηρότητα τους. Το Σίμπενικ ήξερε.

Αρκετά χρόνια μετά, η αστυνομία δεν είχε βρει ακόμα τον «τρομοκράτη» της Peradovica…