Η Ατλέτικο του Ντιέγκο Σιμεόνε είναι ακόμη εδώ

Στις αρχές Νοεμβρίου στα ρεπορτάζ της Ατλέτικο Μαδρίτης έκαναν την εμφάνιση τους κάποιες ανησυχίες που είχαν πολύ καιρό να εκδηλωθούν. «Τι πάει λάθος με την Ατλέτικο;» αναρωτιόταν ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς τίτλους εκείνων των ημερών. Η ομάδα είχε μόλις χάσει δυο σερί ματς σε πρωτάθλημα και Ευρώπη, βρισκόταν στην 4η θέση της βαθμολογίας, είχε ξεμείνει 10 βαθμούς πίσω από την κορυφή και είχε ξεκινήσει στο Τσάμπιονς Λιγκ με δυο ήττες σε τρία παιχνίδια, μια συντριβή μέσα στη Μπενφίκα και μια κηδεία με 1-3 μέσα στο Μετροπολιτάνο από τη Λιλ. Όλα αυτά μετά από ένα καλοκαίρι στο οποίο η διοίκηση έβαλε το χέρι πολύ βαθιά μέσα στην τσέπη για να ανανεώσει το έμψυχο δυναμικό.

Λίγες μέρες αργότερα, και παρ’ότι τα αποτελέσματα βελτιώθηκαν σταδιακά, ακολούθησαν μερικά άρθρα που μιλούσαν για την «επόμενη μέρα» του συλλόγου. Σε κανένα από αυτά δεν αναφερόταν ευθέως ότι ο προπονητής μπορεί να αποχωρήσει σύντομα αλλά οι αναλύσεις για το ποιος μπορεί να είναι ο διάδοχος όταν έρθει εκείνη η μέρα προκάλεσαν αναμενόμενα ανησυχία στον κόσμο. Οι ψίθυροι αυτοί ανάγκασαν τον πρόεδρο του συλλόγου να βγει δημόσια και να σχολιάσει: “Είμαστε απόλυτα ικανοποιημένοι από τον προπονητή μας και θεωρώ ότι βρισκόμαστε σε ένα καλό σημείο, οπότε δεν καταλαβαίνω γιατί με ρωτάτε αν θα μείνει ή αν θα φύγει. Δεν πρόκειται να πάει πουθενά.” Τη δήλωση αυτή συνόδευσε μια διαρροή που έλεγε ότι η διοίκηση πιστεύει πως ο προπονητής έχει κερδίσει το δικαίωμα να αποφασίσει αυτός πότε θα κλείσει ο κύκλος του. Η σπάνια αυτή ελευθερία κινήσεων απορρέει από μια πολύ απλή αλήθεια: Ο προπονητής αυτός άλλαξε τη σύγχρονη ιστορία της Ατλέτικο.

Η μέρα της παρουσίασης 

Ήταν Δεκέμβριος του 2011 όταν ο Ντιέγκο Σιμεόνε έλαβε το τηλεφώνημα που κατά βάθος περίμενε από τη στιγμή που έκανε τη μετάβαση από το χόρτο στους πάγκους. Σύμφωνα με τη δική του διήγηση, εκείνη τη μέρα βρισκόταν στη Μαρ ντελ Πλάτα, μια παραλιακή πόλη της Αργεντινής, και απολάμβανε λίγο χρόνο με τον 8χρονο γιο του Τζουλιάνο. “Κοίτα, μου έγινε μια πρόταση να αναλάβω την Ατλέτικο και δεν ξέρω τι να κάνω” ενημέρωσε τον μικρό ο μπαμπάς. Οι Μαδριλένοι δεν περνούσαν τότε και τις καλύτερες μέρες τους. Ήταν 11οι στη βαθμολογία, είχαν 5 νίκες σε 17 αγώνες και προέρχονταν από έναν ντροπιαστικό αποκλεισμό από το κύπελλο από την Αλμπαθέτε (έχασαν και εντός και εκτός από ομάδα 3ης κατηγορίας!). “Θα είσαι δηλαδή προπονητής του Φαλκάο και θα αντιμετωπίζεις τον Μέσσι και τον Ρονάλντο;” ρώτησε με παιδικό ενθουσιασμό ο Σιμεόνε τζούνιορ. Η κουβέντα που είχαν αποδείχτηκε κομβική στο να πάρει ο μπαμπάς τη μεγάλη απόφαση και να μετακομίσει στη Μαδρίτη. Έτσι τουλάχιστον υποστηρίζει ο «Τσόλο».

Τα όσα ακολούθησαν τα γνωρίζουν όλοι. Στην 20ετια πριν αναλάβει ο Σιμεόνε, η Ατλέτικο μετρούσε μόνο ένα πλασάρισμα στην πρώτη 3αδα της βαθμολογίας (το 1996 όταν και κατάφερε να πάρει το πρωτάθλημα) ενώ πέρασε και δυο σεζόν στην δεύτερη κατηγορία. Στις 12 σεζόν που είναι ο Αργεντινός επικεφαλής, η μόνη φορά που δεν τερμάτισε στην πρώτη 3αδα ήταν πέρσι. Στο διάστημα αυτό κέρδισε δυο πρωταθλήματα, δυο Γιουρόπα Λιγκ, ένα κύπελλο Ισπανίας, δυο ευρωπαϊκά Σούπερ Καπ, ένα εγχώριο Σούπερ Καπ, έσπασε αρκετά ρεκόρ του συλλόγου και έφτασε δυο φορές στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, όπου και έχασε και στις δυο στις λεπτομέρειες. Όλα αυτά σε μια αντικειμενικά δύσκολη περίοδο που η Μπάρτσα και η Ρεάλ έζησαν μερικές από τις πιο χρυσές στιγμές της σύγχρονης ιστορίας τους.

Η έξοδος στην Ευρώπη δεν ήταν πάντα δεδομένη για τους «ροχιμπλάνκος». Στο μεγαλύτερο μέρος των 00s η Ατλέτικο δεν έπαιζε εκτός συνόρων. Η σταθερή και μη αμελητέα παρουσία στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή διοργάνωση (επί Σιμεόνε παίζει κάθε χρόνο στο Τσάμπιονς Λιγκ και μόνο δυο από αυτές τις χρονιές δεν έχει προχωρήσει στα νοκ άουτ) έχει συμβάλλει σημαντικά στη θεαματική αύξηση των εσόδων, ένα στοιχείο που αποτελεί πάντα το πρώτο βήμα για να ανέβει επίπεδο ένας σύλλογος. Ο φτωχός συγγενής των «μεγάλων» της Ισπανίας, που τη σεζόν 2013/14 κέρδισε ένα ανέλπιστο πρωτάθλημα ξοδεύοντας για μεταγραφές όλα κι όλα 36 εκατομμύρια την ώρα που η Μπάρτσα είχε δώσει 101 και η Ρεάλ 176, θεωρείται πλέον ένα από τα μεγαθήρια της Ευρώπης και έχει τη δυνατότητα να δελεάσει οικονομικά αρκετά από τα μεγαλύτερα αστέρια της ηπείρου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η φετινή μεταγραφική περίοδος κατά την οποία ξόδεψε με διαφορά τα περισσότερα από κάθε άλλη ισπανική ομάδα. Αυτός ήταν κι ένας από τους βασικούς λόγους που όταν τα αποτελέσματα έδειχναν να μη συμβαδίζουν με την επένδυση που έγινε, η γκρίνια και η νευρικότητα άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια.

Παρά το μέτριο ξεκίνημα, ο Σιμεόνε εμφανιζόταν ψύχραιμος και αισιόδοξος, τουλάχιστον μπροστά στις κάμερες. “Φέτος είχαμε πολλές αφίξεις νέων παικτών σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια, γι’αυτό χρειαζόμαστε χρόνο για να βρούμε το ρυθμό μας και να φτάσουμε στο επίπεδο που πιστεύω ότι μπορούμε να φτάσουμε” έλεγε το φθινόπωρο. Δυο περίπου μήνες μετά τίποτα δεν θυμίζει το σκηνικό του Νοεμβρίου και ο λόγος είναι πολύ απλός. Η Ατλέτικο μετράει από τότε 15 συνεχόμενες νίκες σε όλες τις διοργανώσεις, ένα νούμερο που αποτελεί ρεκόρ στην ιστορία του συλλόγου. Το προηγούμενο ήταν 13 σερί νίκες και είχε επιτευχθεί (καθόλου τυχαία) πάλι επί Σιμεόνε το 2012. Χάρη στις νίκες αυτές έχει καλύψει το -10, έχει σκαρφαλώσει στην κορυφή του ισπανικού πρωταθλήματος και έχει πλησιάσει την πρώτη 8αδα στο Τσάμπιονς Λιγκ.

Σχεδόν από το πουθενά και ενώ οι περισσότεροι ασχολούνταν με τη συνύπαρξη των νέων γκαλάκτικος στην επίθεση της Ρεάλ και τα τρομερά πιτσιρίκια του Φλικ στη Βαρκελώνη, η Ατλέτικο του «Τσόλο» με μπροστάρη τον Γκριεζμάν επέστρεψε στο προσκήνιο με το γνώριμο, δικό της στιλ αλλά και μια πειθαρχημένη συνέπεια που φωνάζει «είμαστε ακόμη εδώ». Εδώ κάπου επανέρχεται το κλασικό θέμα συζήτησης που προκύπτει όταν αναφέρεται το όνομα του Αργεντινού προπονητή. Όλοι γνωρίζουμε πως αυτό το περιβόητο στιλ του ίδιου και της ομάδας του έχει φανατικούς εχθρούς και πιστούς θαυμαστές. Αν και η διοίκηση ξόδεψε περισσότερα από 100 εκατομμύρια το καλοκαίρι για να ενισχύσει την επίθεση με τον Χούλιαν Άλβαρες και τον Αλεξάντερ Σέρλοθ, η Ατλέτικο του Σιμεόνε συνεχίζει να βασίζεται σε αυτό που πριν λίγα χρόνια ο Στέφαν Σάβιτς είχε αποκαλέσει «το δικό μας DNA»: “Θέλουμε να κερδίζουμε με τον δικό μας τρόπο, το δικό μας DNA, που είναι να είμαστε πολύ δυνατοί πίσω και αρκετά αποτελεσματικοί μπροστά”.

Μπορεί κατά διαστήματα όλα αυτά τα χρόνια οι ομάδες του να ξεφεύγουν για λίγο (υπήρξαν εποχές που κατέγραψε συνεχόμενα αποτελέσματα που δεν θυμίζουν Ατλέτικο: 4-3, 4-2, 3-2, 2-2) αλλά, όπως αποδεικνύεται, στο τέλος πάντα επιστρέφει στη γνώριμη αγκαλιά του ποδοσφαίρου χωρίς μεγάλα ρίσκα. Η νίκη είναι η μόνη που έχει σημασία, το θέαμα είναι για άλλους. Μια φιλοσοφία με την οποία είναι ποτισμένη η Ατλέτικο από τις εποχές του θρύλου της, Λουίς Αραγονές που όταν είχε ερωτηθεί σχετικά για το τι είναι το ποδόσφαιρο γι’αυτόν είχε απαντήσει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο που μπορούσε να σκεφτεί: “Να κερδίζεις και να ξανακερδίζεις και να ξανακερδίζεις και να ξανακερδίζεις…” Μιλάμε άλλωστε για τον προπονητή που η βασικότερη συμβουλή του στον πιτσιρικά Φερνάντο Τόρες ήταν: “Μικρέ εσύ δεν χρειάζεται να κάνεις ραμπόνες, ούτε ψαλιδάκια, ούτε τέτοιες μαλακίες. Εσύ μόνο κλιν-κλιν [ήχος από νομίσματα] και κουτί.”

Κάπως έτσι και η φετινή Ατλέτικο παρά τις ουκ ολίγες επιθετικές εξάρσεις της (σε 9 αγώνες έχει σκοράρει από 3 γκολ και πάνω) βασίζεται κατά κύριο λόγο στην άμυνα της. Η μόνη ομάδα στα Τοπ-5 πρωταθλήματα που έχει δεχτεί λιγότερα γκολ έως τώρα είναι η Νάπολι του Κόντε. Οι επικριτές του «Τσόλο» στέκονται σε αυτό κυρίως το σημείο και το αναδεικνύουν μετά από κάθε αγώνα που η Ατλέτικο κερδίζει χωρίς να θαμπώσει με την εμφάνιση της. Τα πρώτα χρόνια η αδυναμία των ομάδων του να παίξουν επιθετικό, θεαματικό ποδόσφαιρο είχε δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι λόγω έλλειψης χρημάτων αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να κοντράρει στα ίσα συλλόγους με τεράστια μπάτζετ και πολύ πιο ταλαντούχους παίκτες. Αυτό το επιχείρημα όμως έχει ξεφτίσει τα τελευταία χρόνια στα οποία οι δαπάνες της έχουν φτάσει στα επίπεδα των πανίσχυρων αντιπάλων της.

Στο «Μετροπολιτάνο» πάντως αυτές οι καφενειακές κουβέντες μοιάζουν αδιάφορες. Ο Σιμεόνε παραμένει στο μυαλό τους ως ο άνθρωπος που καθιέρωσε την Ατλέτικο στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο και για πολύ λίγο δεν κατάφερε να τη φτάσει και στην κορυφή της Ευρώπης. Αυτός που μετά από 13 χρόνια στην ίδια θέση καταφέρνει να διατηρήσει ψηλά τον πήχη δουλεύοντας πλέον με μια εντελώς νέα γενιά παικτών. Από το ρόστερ που βρήκε ο Αργεντινός στη Μαδρίτη όταν ανέλαβε μόνο ο Κόκε παραμένει εκεί μέχρι σήμερα. “Καταλαβαίνω απόλυτα την πίεση στην οποία αναφέρθηκε ο Κλοπ” δήλωσε ο Σιμεόνε τις μέρες που ο Γερμανός ανακοίνωσε πως σταματάει από τη Λίβερπουλ. “Είναι ένας συνεχής αγώνας που επαναλαμβάνεται κάθε μέρα. Ξανά και ξανά. Είναι πολύ δύσκολο να αλλάξεις τη σύνθεση μιας ομάδας. Αυτή η μετάβαση στους νέους παίκτες, η ανάγκη να αφήσεις πίσω αυτούς που τόσα χρόνια έδιναν τα πάντα για σένα. Ο χρόνος μας βαραίνει όλους και είναι πολύ δύσκολο να διατηρήσεις την ενέργεια που απαιτείται. Όταν ανεβάζεις τον πήχη ψηλά μετά δεν υπάρχει περιθώριο λάθους γιατί ανεβαίνουν αυτόματα και οι προσδοκίες του κόσμου. Η ευθύνη είναι μεγάλη. Αυτή η ευθύνη σε βαραίνει απίστευτα.”

Δεκατρία χρόνια και κάτι μέρες μετά από εκείνο το τηλεφώνημα που δέχτηκε στη Μαρ ντελ Πλάτα ο Φαλκάο, ο Μέσσι και ο Ρονάλντο μπορεί να μην παίζουν πια στην Ισπανία αλλά ο Ντιέγκο Σιμεόνε βρίσκεται ακόμη στην ίδια θέση και συνεχίζει να κερδίζει παιχνίδια που δίνουν χαρά στους φιλάθλους της Ατλέτικο. Όσο για τον γιο του Τζουλιάνο που έπαιξε το δικό του μικρό ρόλο στο να συμβούν όλα αυτά; Είναι πλέον 22 ετών, αγωνίζεται στην Ατλέτικο και τον Νοέμβριο πέτυχε το πρώτο του γκολ με τη φανέλα της. Τυχαία ή όχι, εκείνο ήταν ταυτόχρονα το πρώτο γκολ στο σερί των 15 σερί νικών.

Ντιέγκο και Τζουλιάνο Σιμεόνε