Κάθε οπαδός πιστεύει ότι το δικό του ντέρμπι είναι ξεχωριστό. Κάθε πόλη ότι όταν έρχονται αντιμέτωπες δυο ομάδες της, η ατμόσφαιρα είναι μοναδική. Είναι όμως κάποια παιχνίδια που πραγματικά διαφέρουν. Σε μια χώρα με μεγάλη ποδοσφαιρική κουλτούρα όπως η Ισπανία, δεν είναι πάρα πολλά τα μεγάλα τοπικά ντέρμπι. Στη Μαδρίτη οι οπαδοί της Ρεάλ σκέφτονται περισσότερο την Μπαρτσελόνα, στη Βαρκελώνη τα μεγέθη των δύο συλλόγων είναι δυσανάλογα, στη χώρα των Βάσκων τα τοπικά ντέρμπι είναι εξαιρετικά πολιτισμένα. Αν εξαιρέσουμε αυτό της Γαλικίας μεταξύ Θέλτα και Ντεπορτίβο (που μιλάμε για διαφορετικές πόλεις), ίσως κανένα άλλο ματς στην Ισπανία δεν έχει το κλίμα, το χρώμα και το πάθος του ντέρμπι σεβιγιάνο.
Είναι κατ’ αρχήν η ίδια η πόλη, η Σεβίλλη. Οι θερμόαιμοι Ανδαλουσιανοί. Μια περιοχή γεμάτη συναίσθημα, πάθος, το φλαμένκο, έντονο το θρησκευτικό στοιχείο, εκεί στις όχθες του Γουαδαλκιβίρ, επηρεασμένη από την παρουσία των Αράβων για πολλά χρόνια. Και μετά είναι οι δυο σύλλογοι. Τα κόκκινα και τα πράσινα. Η Σεβίγια Φούτμπολ Κλουμπ και η Ρεάλ Μπέτις Μπαλομπιέ με ιστορία άνω των εκατό ετών. Τις μέρες των αγώνων η πόλη πάλλεται και νιώθεις στην ατμόσφαιρα την προσμονή. Μια έχθρα που έχει γραφτεί αγώνα με τον αγώνα, χρονιά με τη χρονιά και τη νιώθει κάθε ποδοσφαιριστής.
Όταν ο αμφιλεγόμενος Μανουέλ Ρουίθ ντε Λοπέρα, ιδιοκτήτης και πρόεδρος της Μπέτις για περίπου δυο δεκαετίες έδωσε 30 εκατομμύρια Ευρώ το 1997 για τον Ντενίλσον, κάνοντας την πιο ακριβή μεταγραφή όλων των εποχών μέχρι τότε, οι Μπέτικος έφτασαν σε ντελίριο. Ο ίδιος ο Βραζιλιάνος διηγείται ότι τον σταματούσε ο κόσμος στο δρόμο και δεν του ζητούσε κάποιον τίτλο. Του έλεγαν απλά να κερδίσει τη Σεβίγια. Χωρίς να έχει πάρει χαμπάρι τι σημαίνει αυτό για την πόλη, ρωτούσε με απορία: “Μα δεν παίζουμε αυτή τη βδομάδα μαζί τους, τι μου λένε;” Παρόμοια ήταν και η εμπειρία ενός άλλου Βραζιλιάνου, του Ρενάτο. Το καλοκαίρι που αποκτήθηκε, η Σεβίγια έπαιζε ένα παντελώς αδιάφορο φιλικό με την Καρτάγια μέσα στην κάψα του καύσωνα, μια ομάδα Δ’ εθνικής που φορούσε τα χρώματα της Μπέτις. Την ώρα που ο Ρενάτο έμπαινε στο γήπεδο, ο κόουτς Χοακίν Καπαρός έβαλε το χέρι του στον ώμο του χαφ του. “Το βλέπεις; Το βλέπεις αυτό το πράσινο και άσπρο; Είναι ο εχθρός μας. Εμείς είμαστε η Σεβίλλη και πρέπει να κερδίζουμε τον μεγάλο εχθρό μας“.
Το πάθος και η έχθρα χτίστηκαν σιγά σιγά με διάφορα γεγονότα. Αν θέλουμε να σταθούμε σε μερικά από τα σημαντικότερα, σίγουρα θα πρέπει να μιλήσουμε για τον Φρανθίσκο Αντούνιεθ. Έναν ποδοσφαιριστή που ξεκίνησε από τις μικρές ομάδες της Σεβίλλης και στη συνέχεια πήγε στην Μπέτις όπου έπαιξε για τέσσερα χρόνια με αρκετή επιτυχία μέχρι το 1945. Η Μπέτις όμως ήταν σε κάκιστη κατάσταση τόσο αγωνιστικά, όσο και οικονομικά και έτσι η διοίκησή της αποφάσισε να τον πουλήσει και τον πρότεινε στη Σεβίγια. Το μυστικό ραντεβού κλείστηκε, η τιμή φάνηκε υψηλή αρχικά, αλλά μετά από παζάρια η μεταγραφή έκλεισε. Ο κόσμος της Μπέτις εξαγριώθηκε κι η διοίκηση αναγκάστηκε να πει ότι δεν συμφώνησε στη μεταγραφή. Οι υπογραφές είχαν πέσει όμως κι ο παίκτης έφυγε. Οι Μπέτικος έφτασαν στο σημείο να αποκλείουν κεντρικούς δρόμους της πόλης για να μην μπορέσει ο Αντούνιεθ να ταξιδέψει μαζί με τη νέα του ομάδα για το πρώτο του παιχνίδι στη Μαδρίτη.
Η πέτρα του σκανδάλου
Ο Αντούνιεθ έγινε βασικός και αναντικατάστατος στη Σεβίλλη, τη στιγμή που η Μπέτις κινήθηκε δικαστικά για να πάρει τον παίκτη προβάλλοντας διάφορα νομικίστικα τεχνάσματα. Το θέμα είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις που ο αστικός μύθος λέει ότι έφτασε μέχρι και στο Ράδιο Μόσκβα της Σοβιετικής Ένωσης που έκανε αναφορές για κλοπή του παίκτη, λέγοντας ότι ένα καπιταλιστικό κλαμπ όπως η Σεβίλλη έκλεψε έναν ποδοσφαιριστή από το σύλλογο των προλετάριων, καθώς για πολλά χρόνια η Σεβίλλη ήταν ομάδα των πλουσίων και η Μπέτις της εργατικής τάξης. Η Σεβίλλη κατέκτησε τελικά το πρωτάθλημα του 1945-46, αλλά η Μπέτις κέρδισε δικαστικά την υπόθεση και ο Αντούνιεθ έπρεπε να επιστρέψει πίσω. Ακόμα χειρότερο δε, ήταν ότι η απόφαση έλεγε πως η Σεβίλλη θα έχανε όλους τους βαθμούς που κέρδισε με τον Αντούνιεθ στο γήπεδο, κάτι που σήμαινε ότι θα έχανε το πρωτάθλημά της που θα πήγαινε στην Μπαρτσελόνα, ενώ η Μπέτις έπρεπε να επιστρέψει τα χρήματα (τα οποία ήδη είχε ξοδέψει και θα σήμαιναν οικονομική καταστροφή). Τελικά, οι δυο ομάδες τα βρήκαν, η Σεβίλλη έδωσε μερικά χρήματα ακόμα, κατέκτησε το μοναδικό πρωτάθλημα της ιστορίας της και η Μπέτις ενίσχυσε κι άλλο το ταμείο της. Ο Αντούνιεθ έφυγε από τη ζωή τον Αύγουστο του 1994. Μια μέρα αργότερα, οι δυο σύλλογοι έπαιζαν φιλικό. Ο ντε Λοπέρα, πενήντα χρόνια μετά την “προδοσία”, αρνήθηκε να κρατήσει ενός λεπτού σιγή.
Ένα ακόμα γεγονός που έφερε μεγάλες κόντρες ήταν στα πρώτα χρόνια των δυο ομάδων όταν έγινε και το περιβόητο “ντέρμπι του 22-0” το 1918. Φυσικά ανάλογα από το ποιος διηγείται την ιστορία, τα γεγονότα αλλάζουν. Λίγες μέρες πριν από το ντέρμπι των δύο ομάδων, ένας στρατηγός του ισπανικού στρατού έβγαλε διαταγή ότι ποδοσφαιριστές που κάνουν τη θητεία τους, δεν μπορούν να παίξουν σε ποδοσφαιρικούς αγώνες, βάζοντάς τους μάλιστα υπηρεσία. Με τον τρόπο αυτό, η Μπέτις έχανε δυο από τα μεγαλύτερα αστέρια της πριν το ντέρμπι και σύμφωνα με τους Μπέτικος ο στρατηγός με καταγωγή από τη γειτονική Μάλαγα ήταν φίλα προσκείμενος στη Σεβίγια. Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι ως διαμαρτυρία κατέβασαν την παιδική τους ομάδα με αρκετά 13χρονα παιδιά και το τελικό απότελεσμα ήταν 22-0 με τη Σεβίλλη να μη σέβεται καθόλου τον αντίπαλο.
Η κόκκινη πλευρά της πόλης διηγείται αλλιώς την ιστορία. Λέει ότι η Μπέτις εκτός από ομάδα των χαμηλότερων τάξεων, ήταν και ομάδα του στρατού με ισχυρούς δεσμούς κι έτσι όποιος ποδοσφαιριστής έκανε θητεία προς Ανδαλουσία μεριά γινόταν “κατά σύμπτωση” και παίκτης της Μπέτις. Δεν είναι τυχαίο ότι η Μπέτις εκείνων των ετών είχε πολλούς Βάσκους για παράδειγμα. Σύμφωνα με τους Σεβιγιάνους, ο στρατηγός έβγαλε εκείνη την απόφαση γιατί στο προηγούμενο παιχνίδι των δύο ομάδων στην έδρα της Μπέτις, οι γηπεδούχοι οπαδοί δημιούργησαν κλίμα τρομοκρατίας και μάλιστα ένας οπαδός επιτέθηκε με μαχαίρι (!) σε παίκτη της Σεβίλλης. Υποστηρίζουν επίσης, ότι η Σεβίλλη προσφέρθηκε να μην κατεβάσει κι εκείνη τους δυο καλύτερους παίκτες της, αλλά η Μπέτις αρνήθηκε και κατέβασε τη Β’ ομάδα (με παίκτες 18 χρονών) και όχι την παιδική. Το τελικό 22-0 πάντως φαίνεται να ισχύει.
Κι αν η ιστορία τους δεν έχει πολλούς τίτλους, οι κόντρες τους δεν ηρέμησαν με τα χρόνια. Είναι άλλωστε ίσως το μοναδικό παιχνίδι στην Ισπανία που για ένα διάστημα απαγορεύτηκε η παρουσία φιλοξενούμενων. Αν ψάξει κανείς, θα πετύχει συνέχεια άρθρα για συλλήψεις οπαδών είτε της μίας, είτε της άλλης ομάδας. Δεν μιλάμε φυσικά για εκτεταμένα επεισόδια όπως σε άλλες χώρες, αλλά για μια χώρα όπως η Ισπανία με ελάχιστα συμβάντα, αυτά που γίνονται στη Σεβίλλη είναι πολλά. Το 1999 οι Ουρουγουανοί παίκτες της Σεβίλλης Οτέρο, Ολιβέρα και Ζαλαγιέτα συνελήφθησαν μετά από ένα καβγά σε μπαρ. Παρ’ ότι αρχικά ο καβγάς αποδόθηκε αλλού, φαίνεται ότι τελικά η αιτία ήταν ότι παίκτες της Σεβίλλης είδαν μια παρέα που φορούσε φανέλες της Μπέτις και πήγαν να τους πουν να φύγουν από το μαγαζί (!!). Η άλλη εκδοχή λέει ότι οι οπαδοί της Μπέτις επιτέθηκαν φραστικά στους Ουρουγουανούς που τελικά τους έδειραν.
Το 2002 ένας οπαδός της Σεβίλλης μπήκε στο γήπεδο και επιτέθηκε στον τερματοφύλακα Τόνι Πρατς πηδώντας στην πλάτη του, ενώ ένας άλλος επιτέθηκε με μια πατερίτσα σε έναν άντρα της ασφαλείας του γηπέδου. Πέντε χρόνια αργότερα ήταν η σειρά του “botellazo” όταν στην έδρα της Μπέτις, ένα γυάλινο μπουκάλι βρήκε στο κεφάλι τον Χουάντε Ράμος που πανηγύριζε με τους παίκτες του. Ο Ράμος αποχώρησε με φορείο και ίσως ήταν το απόγειο της κόντρας που την περασμένη δεκαετία ξέφυγε. Τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν πολύ χειρότερα αν λίγους μήνες αργότερα ο Αντόνιο Πουέρτα δεν έχανε τη ζωή του. Ο θάνατος ενός από τα αγαπημένα παιδιά της Σεβίγια ένωσε παίκτες, διοικήσεις και οπαδούς των δύο ομάδων. Οι πρόεδροι που δεν μιλούσαν μεταξύ τους ήρθαν δίπλα, οι παίκτες των δύο ομάδων βρέθηκαν στην κηδεία και όλη η πόλη συγκλονισμένη ενώθηκε, ξεπερνώντας τις όποιες διαφορές.
Η μέρα που οι εχθροί ενώθηκαν από έναν θάνατο
Ήταν αυτός ο θάνατος που ηρέμησε τα πράγματα σε μια πόλη που έβραζε. Λίγα χρόνια αργότερα ο Μίκι Ρόκε, πρώην παίκτης της Μπέτις έχασε τη ζωή του από τον καρκίνο. Ήταν η σειρά των οπαδών της Σεβίλλης να τον τιμήσουν, τραγουδώντας το όνομά του ρυθμικά. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι τα πράγματα έχουν ηρεμήσει. Το πάθος παραμένει, διάφορα γεγονότα συμβαίνουν και πάλι, απλά δεν υπάρχει η κλιμάκωση που είχαμε μέχρι το 2007. Ο Ιβάν Ράκιτιτς έτυχε και γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του στη Σεβίλλη και ευτυχώς γι’ αυτόν ήταν φανατική της ομάδας του, όπως κι όλη η οικογένειά της. Ο παππούς της δεν έχανε ματς και λίγο πριν πεθάνει είπε στη μέλλουσα κυρία Ράκιτις: “Έρχεται το τέλος μου, αλλά αν μου πάρετε τα ρούχα και όλα τα άλλα, μην αγγίξετε το ρολόι της Σεβίγια”. Το 2013 ο Κροάτης άνοιξε ένα μπαρ-ρέστοραντ κοντά στο σπίτι των πεθερικών. Μόνο που έμεναν κοντά στο Μπενίτο Βιγιαμαρίν και οι οπαδοί της Μπέτις συχνά πυκνά δημιουργούσαν προβλήματα. Ο Ράκιτιτς αναγκάστηκε να το κλείσει. Η πόλη συνεχίζει να χωρίζεται στα δύο πριν από κάθε μεγάλο ντέρμπι ανεξάρτητα από το πώς πάνε οι ομάδες, να βάφεται στα πράσινα και τα κόκκινα και να ζει ίσως το πιο παθιασμένο ντέρμπι της Ισπανίας.