Υπάρχουν δυο ειδών συνταξιοδοτήσεις στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Η πρώτη είναι η κλασική, όπου ένας παίκτης ανακοινώνει την αποχώρηση του από το παιχνίδι και ξεκινάει μια νέα καριέρα, που αρκετά συχνά σχετίζεται με το χώρο στον οποίο ξόδεψε τις προηγούμενες δεκαετίες της ζωής του. Η δεύτερη όμως είναι λίγο διαφορετική, καθώς ο παίκτης δεν κρεμάει τα παπούτσια του αλλά μετακομίζει σε ένα υποανάπτυκτο πρωτάθλημα, στο οποίο ναι μεν συνεχίζει να παίζει μπάλα αλλά ελάχιστοι πλέον ασχολούνται μαζί του, θεωρώντας τον έναν τελειωμένο που απλά κάνει μια τελευταία καλή μπάζα.
Κάπως έτσι, οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι ο Αλεσσάντρο Ντελ Πιέρο αποχώρησε από το ποδόσφαιρο τη μέρα που έφυγε από τη Γιουβέντους (ενώ η πραγματικότητα λέει ότι ο ‘Μεγαλέξανδρος’ έπαιξε τρεις ακόμα σεζόν σε Αυστραλία και Ινδία) και ότι ο Τσάβι κρέμασε τα παπούτσια του κάπου το 2015 ενώ ο Ισπανός, αν και 37 πλέον, συνεχίζει ακόμα να παίζει στο Κατάρ.
Η λογική της μιας τελευταίας καλής αρπαχτής μπορεί να ακούγεται άσχημη, ειδικά όταν μιλάμε για πολυαγαπημένους παίκτες, αλλά δυστυχώς επιβεβαιώνεται τις περισσότερες φορές. Έχοντας πίσω τους μια μεγάλη καριέρα, γεμάτη θυσίες, έντονη πίεση και αμέτρητες ώρες σκληρής προπόνησης, σχεδόν όλοι όσοι καταλήγουν σε κάποιο πρωτάθλημα χαμηλότερης δυναμικότητας, αφήνονται εντελώς και καταλήγουν να παίζουν στο μίνιμουμ των δυνατοτήτων τους, σουλατσάροντας ουσιαστικά στο χόρτο για όσο χρόνο χρειάζεται για να δικαιολογηθεί ο μισθός τους. Ο Νταβίντ Βίγια είναι η εξαίρεση σ’αυτόν τον κανόνα.
Ο Ισπανός ανακοίνωσε τη μεταγραφή του στις ΗΠΑ το καλοκαίρι του 2014, σε ηλικία 33 ετών. Ο ακριβής προορισμός του ήταν η Νέα Υόρκη και η νεοϊδρυθείσα Νιού Γιορκ Σίτι FC, ή αλλιώς ‘Η ομάδα της Μάντσεστερ Σίτι στο MLS’. Λίγο η μετακίνηση του σε ένα πρωτάθλημα που πάνε… “τα κουτσάλογα για να πεθάνουν” και λίγο το ότι η ομάδα που πήγαινε θα έδινε το πρώτο παιχνίδι της ιστορίας της μετά από 8 μήνες, ενίσχυσαν την άποψη ότι ο Βίγια, κουρασμένος από το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, έψαχνε για μια λύση που θα του συνδύαζε διακοπές, χαλάρωση και έναν παχυλό μισθό. Ο Ισπανός όμως δεν φαίνεται να είναι τέτοιος άνθρωπος.
Ένα μόλις χρόνο πριν άλλωστε, είχε αφήσει τη σιγουριά των τίτλων που του πρόσφερε η Μπαρτσελόνα με το που διαπίστωσε ότι χάνει τη θέση του στην ενδεκάδα. “Η εύκολη λύση θα ήταν να κάτσω στην ομάδα ώστε να συνεχίσω να κερδίζω τίτλους αλλά το μόνο που μ’ ένοιαζε ήταν να βρίσκομαι στο χόρτο” ήταν η ξεκάθαρη θέση του, που τελικά τον έστειλε στην αγκαλιά του Ντιέγκο Σιμεόνε και του έδωσε άλλο ένα μετάλλιο πρωταθλητή.
Στα τρία χρόνια που ακολούθησαν τη μέρα που πέρασε τον Ατλαντικό, το ‘Παιδί’ (όπως είναι το παρατσούκλι του από τότε οι προπονητές του στις ακαδημίες τον έβαζαν πάντα να παίζει με μεγαλύτερους) απέδειξε ότι η Νιού Γιορκ Σίτι επέλεξε τον κατάλληλο άνθρωπο για να χτίσει γύρω του μια ολοκαίνουργια ομάδα. Σε αντίθεση με τους περισσότερους βετεράνους σούπερ σταρ, ο Βίγια πήγε στις ΗΠΑ πράγματι για να παίξει μπάλα. Και το αποδεικνύει σε κάθε αγώνα, καταφέρνοντας με ένα μαγικό τρόπο μάλιστα να βελτιώνεται με το πέρασμα των χρόνων.
Την πρώτη του σεζόν στο MLS τέλειωσε το πρωτάθλημα με 18 γκολ σε 30 ματς. Τη δεύτερη σεζόν το κοντέρ σταμάτησε στα 23 γκολ (σε 35 αγώνες) και φέτος είναι ήδη στα 19, έχοντας παίξει μόνο 25 ματς έως τώρα. Μαζί με τον αρχηγό της βελτιώνεται και η ομάδα, που κάθε χρόνο κάνει και ένα βήμα προς τα πάνω. Αυτή η συνδυασμένη εξέλιξη δεν είναι τυχαία. Ο Βίγια έχει πάρει τόσο σοβαρά το ρόλο του που έχει μετατραπεί σε πρότυπο για όλους στο σύλλογο αλλά και σε κέντρο αναφοράς για όλο το πρωτάθλημα.
Δεν είναι μόνο τα γκολ και οι ασίστ του, είναι το θέαμα που συχνά-πυκνά προσφέρει με τις εμπνεύσεις του (οι οποίες φυσικά κάνουν άμεσα το γύρο του κόσμου γιατί… “Βίγια είσαι”), είναι ο επαγγελματισμός και η πειθαρχία που δείχνει, αδιαφορώντας για τη δυναμική που έχει το όνομα του από μόνο του (οι άνθρωποι της Σίτι τονίζουν συνέχεια πόσο εντύπωση τους έκανε το ότι συνήθιζε να βγαίνει μόνος του για εξτρά ατομικό τρέξιμο στο Σέντραλ Παρκ θέλοντας να κρατήσει τη φόρμα του) και είναι φυσικά και η διάθεση του να βοηθήσει ουσιαστικά, και όχι μόνο με την παρουσία του εκεί, την ομάδα αλλά και το ίδιο το πρωτάθλημα που προσπαθεί εδώ και χρόνια να βελτιώσει λίγο το στάτους του στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο.
Η αγάπη που του δείχνει ο κόσμος ακόμα και στην αντιποδοσφαιρική Νέα Υόρκη δεν είναι φυσικά τυχαία. Ο Ισπανός αγαπήθηκε αρκετά όπου κι αν έπαιξε και η αλήθεια είναι ότι αν παρακολουθήσει κάποιος μερικά παιχνίδια του μπορεί εύκολα να καταλάβει το γιατί. Ο Βίγια ‘βρωμάει’ ποδόσφαιρο σχεδόν σε κάθε κίνηση του στο χορτάρι.
Τη μέρα που επέστρεψε για πρώτη φορά στο ‘Μολινόν’ ως αντίπαλος της Σπόρτινγκ Χιχόν, περισσότεροι από 3.000 ντόπιοι έκαναν ουρά έξω από το ξενοδοχείο που διέμενε η αποστολή της Βαλένθια για να τον αποθεώσουν! Στην αρχή της ουράς βρισκόταν μια μητέρα με την κόρη της, οι οποίες περίμεναν οχτώ ώρες για μια φωτογραφία και ένα αυτόγραφο από έναν παίκτη, που μπορεί να έπαιξε όλες κι όλες δυο σεζόν εκεί (και καμία απ’αυτές στην Πριμέρα Ντιβιζόν) αλλά παραμένει πάντα το δικό τους ‘Παιδί’ που ξεκίνησε από τις Αστούριες και έφτασε ως την κορυφή της Ευρώπης και του κόσμου.
Η αγάπη προς το πρόσωπο του δεν περιορίζεται όμως σε τοπικό επίπεδο. Όταν ο προπονητής της Ισπανίας ανακοίνωσε την αποστολή για το σημερινό πολύ σημαντικό εντός έδρας ματς με την Ιταλία, που ίσως κρίνει την πρώτη θέση του ομίλου, και σ’αυτήν υπήρχε το όνομα του Βίγια για πρώτη φορά μετά από το Μουντιάλ του 2014, οι γκρίνιες και τα αρνητικά σχόλια ήταν απειροελάχιστα, παρ’όλο που μιλάμε για έναν 36χρονο που εδώ και μερικά χρόνια βγάζει το ψωμί του στην Αμερική. Η απουσία του Ντιέγκο Κόστα, λόγω του παραγκωνισμού του στην Τσέλσι, άφησε μια κενή θέση στην επίθεση και ο Βίγια βρήκε την ευκαιρία να ‘τρυπώσει’ στην εθνική, όπως ακριβώς κάνει με τις αντίπαλες άμυνες που προσπαθούν, συνήθως μάταια, να τον κρατήσουν μακριά από την εστία τους.
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία της εθνικής Ισπανίας θα κάτσει στον πάγκο σήμερα το βράδυ και θα μπει στον αγωνιστικό χώρο μόνο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Ακόμα κι έτσι όμως, η παρουσία του στην εθνική τρία χρόνια μετά το τελευταίο του ματς με τη φανέλα της, είναι μια τεράστια επιβράβευση για τον ίδιο, που δεν άφησε τον εαυτό του να βγει στη σύνταξη από τώρα αλλά και μια εξαιρετική διαφήμιση για το MLS, που βρήκε ένα αναπάντεχο σύμμαχο στην προσπάθεια του να πείσει τους πάντες ότι δεν είναι ένα νεκροταφείο βετεράνων αλλά ένα εξελισσόμενο πρωτάθλημα που παίρνουν πλέον στα σοβαρά ακόμα και οι ομοσπονδιακοί προπονητές των μεγαλύτερων εθνικών ομάδων. Το σίγουρο είναι ότι μας είχε λείψει.