Το φθινόπωρο του 1968 καταφτάνει στις ΗΠΑ ένας 21χρονος θηριώδης Αυστριακός με μια αστεία προφορά και ένα επίθετο γλωσσοδέτης για τα αμερικάνικα στόματα. Ο Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ, που ξεκίνησε από το ποδόσφαιρο πριν καταλάβει στην εφηβεία ότι του ταιριάζουν περισσότερο τα βάρη, ασχολείται με το μπόντι μπίλντινγκ και έχει ως μεγάλο όνειρο να κερδίσει τον τίτλο Μίστερ Ολύμπια. Γι’αυτό γράφεται εξ αρχής σε ένα γυμναστήριο του Λος Άντζελες, όπου και περνάει μεγάλο μέρος της μέρας του κάνοντας αυτό που αγαπάει.
Στο μπόντι μπίλντινγκ όμως, και ειδικά στο επίπεδο στο οποίο βρίσκεται τότε, δεν υπάρχουν λεφτά. Για να μπορέσει να επιβιώσει, αναγκάζεται να ψάξει για μια «κανονική» δουλειά. Εδώ μπαίνει στο κάδρο ένας φίλος του από το γυμναστήριο, ο Φράνκο Κολόμπου. Ο Κολόμπου είναι ένας 27χρονος Ιταλός μπόντι μπίλντερ γεννημένος στη Σαρδηνία, που κι αυτός έχει μετακομίσει στις ΗΠΑ και ψάχνει τρόπο να φτιάξει την καριέρα του. Σε αντίθεση με τον πιτσιρικά Άρνολντ, ο πιο ώριμος και μπαρουτοκαπνισμένος Ιταλός ξέρει από πρωινές δουλειές. Σύμφωνα με τον Σβαρτσενέγκερ: “Το ταλέντο του Φράνκο ήταν στις κατασκευές. Ήταν πολύ επιδέξιος κτίστης. Είχε μάθε τέλεια την τέχνη στην Ιταλία και στη Γερμανία που πήγε αργότερα.”
Οι δυο φίλοι αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν τα πρωινά τα μούσκουλα τους με έναν διαφορετικό τρόπο και φτιάχνουν μια μικρή εταιρεία που αναλαμβάνει σχεδόν τα πάντα: Χτισίματα, επισκευές, ανακαινίσεις. Ο Κολόμπου μαθαίνει στον Σβαρτσενέγκερ πώς να χειρίζεται το μυστρί και το πηλοφόρι και τα υπόλοιπα τα κάνει μια πιασάρικη αγγελία που τους περιγράφει ως “Ευρωπαίους κτίστες, ειδικούς στην τοιχοποιία”. Το ευρωπαϊκό το πράμα ακούγεται κάπως εξωτικό εκείνη την περίοδο στους Αμερικάνους, έρχεται στο καπάκι και ο μεγάλος σεισμός του 1971 και όπως θυμάται ο μελλοντικός «Κόναν ο βάρβαρος»: “Χάρη στο σεισμό ήμασταν πολύ απασχολημένοι για δύο χρόνια, χτίζοντας και επιδιορθώνοντας καμινάδες, τζάκια, αυλές και τοίχους.” Τη συνέχεια της ζωής του την ξέρουμε όλοι.
Τρεις δεκαετίες αργότερα, ένας άλλος τύπος που προέρχεται από νησί της Ιταλίας, ζει μια σχετικά παρόμοια ζωή σε μια μικρή πόλη στα βόρεια της Σικελίας. Ο Κριστιάν Ριγκανό, γιος ενός ψαρά από το νησί Λίπαρι, έχει όνειρο να παίξει κάποτε ποδόσφαιρο σε υψηλό επίπεδο αλλά έχοντας φτάσει στα 23 του το μόνο που έχει καταφέρει είναι μια αδιάφορη καριέρα στις ερασιτεχνικές κατηγορίες ως σέντερ μπακ. Εκεί φυσικά λεφτά δεν υπάρχουν, οπότε η καθημερινότητα του αναγκαστικά χωρίζεται σε δυο μέρη: Τα απογεύματα προπονείται με την ομάδα και τα πρωινά βγάζει τα προς το ζην δουλεύοντας σε οικοδομές και λοιπές εργασίες που σχετίζονται με το χτίσιμο. Όπως λέει και το γνωστό άσμα «Μη βροντοχτυπάς τις χάντρες, η δουλειά κάνει τους άντρες, το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί».
Κάπου τότε, έστω και καθυστερημένα, η καριέρα του θα πάρει μια νέα τροπή. Μερικοί μαζεμένοι τραυματισμοί των επιθετικών της ομάδας του θα αναγκάσουν τον προπονητή του να τον δοκιμάσει σε έναν αγώνα στη γραμμή κρούσης. Ο Ριγκανό θα σκοράρει σε εκείνο το παιχνίδι και θα αφήσει πίσω του για πάντα τη θέση του στα μετόπισθεν. Με το πέρασμα των χρόνων η επαφή του με τα δίχτυα θα βελτιωθεί αισθητά και τα 17 γκολ που θα πετύχει τη σεζόν 1999-00 θα προσελκύσουν το ενδιαφέρον της Ταράντο που παίζει στην 4η κατηγορία. Εκεί θα μπορέσει για πρώτη φορά στα 25 του να αφήσει την πρωινή δουλειά και να αφοσιωθεί στο ποδόσφαιρο. Χωρίς να έχει να νοιάζεται πια για τούβλα και τσιμέντα, θα σκοράρει 14 γκολ στην πρώτη του σεζόν εκεί και θα βοηθήσει την ομάδα να κερδίσει την άνοδο στην 3η κατηγορία. Στα 27 του γίνεται επιτέλους επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Αλλά δεν έχει φτάσει ακόμα εκεί που μπορεί.
Τη δεύτερη του σεζόν θα γράψει άλλα 27 γκολ και θα οδηγήσει τη νεοφώτιστη ομάδα του στα πλέι οφ ανόδου. Η Ταράντο θα χάσει τελικά την άνοδο αλλά για τον φορμαρισμένο γκολτζή της που εμφανίστηκε από το πουθενά θα ανοίξουν αρκετές πόρτες. (Μια από αυτές οδηγούσε και στην Ελλάδα, καθώς τον Γενάρη του 2002 είχε ενδιαφερθεί έντονα ο Ηρακλής. Ο παίκτης το σκεφτόταν αλλά η μεταγραφή χάλασε λόγω των υψηλών απαιτήσεων της Ταράντο, που τότε ήταν ακόμα σε τροχιά ανόδου.) Προς έκπληξη αρκετών, ο Ριγκανό θα επιλέξει να κατέβει επίπεδο και να πάει να παίξει σε ομάδα της 4ης κατηγορίας. Μια ομάδα που δεν τη λες όμως και κλασική ομάδα 4ης κατηγορίας.
Στις αρχές του καλοκαιριού του 2002 η Φιορεντίνα υποβιβάστηκε από τη Σέριε Α και επειδή δεν μπόρεσε να βρει μια λύση για να ρυθμίσει τα χρέη της διαλύθηκε μέσα σε μερικές εβδομάδες. Λίγες μόλις μέρες μετά την διάλυση, οι οπαδοί και οι άνθρωποι της πόλης με την υποστήριξη του ντόπιου επιχειρηματία Ντιέγκο Ντέλα Βάλε έφτιαξαν μια νέα ομάδα, με το όνομα Φιορεντίνα Βιόλα. Εκτός από διαφορετικό όνομα, ο νέος σύλλογος είχε άλλο σήμα και άλλα χρώματα, αφού αρχικά δεν του επιτράπηκε να χρησιμοποιήσει τα μοβ που θα τον συνέδεαν με την χρεοκοπημένη Φιορεντίνα. Ο νέος σύλλογος έπρεπε να ξεκινήσει από την 4η κατηγορία και να φτιάξει κυριολεκτικά από το μηδέν μια ανταγωνιστική ομάδα που θα διεκδικήσει την άνοδο μέσα σε ελάχιστο χρόνο.
O αρχηγός Άντζελο ντι Λίβιο, ο μοναδικός που επέλεξε να παραμείνει στην ομάδα στο νέο της ξεκίνημα, περιγράφει: “Ήμασταν στην 4η κατηγορία, είχαμε πολύ λίγο χρόνο για να βρούμε παίκτες και ψάχναμε έναν επιθετικό. Κάποιον που να ξέρει αυτές τις κατηγορίες και να μπορεί να στείλει τη μπάλα στα δίχτυα. Τότε εμφανίστηκε ο Ριγκανό. Θυμάμαι όταν μπήκε πρώτη φορά στα αποδυτήρια και είδαν αυτόν τον ψηλό κάπως καμπουριασμένο τύπο, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν «αν αυτός είναι ο σκόρερ μας, τότε την κάτσαμε».”
Όπως λέει και μια σοφή ρήση που σίγουρα ασπάζονται διάφοροι ποδοσφαιριστές, όπως οι αγαπημένοι μας Ντάριο Χούμπνερ και «Πούλγκα» Ροντρίγκες: Ποτέ μην κρίνεις ένα βιβλίο από το εξώφυλλο του.
Six pack και κάμψεις και γυμναστήρια και τρίχες κατσαρές…
Ο ψηλός τύπος (1,90 μ.) με το μπαμπάτσικο σκαρί και το αντιεμπορικό σουλούπι, μια κλασική φυσιογνωμία δηλαδή που συνήθως συναντούσες εκείνα τα χρόνια σε χωμάτινα γήπεδα στα ερασιτεχνικά, αποδείχτηκε λίρα εκατό για την αναγεννημένη Φιορεντίνα. Ούτε το βάρος του αριθμού φανέλας που φορούσε λίγα χρόνια πριν ο Μπατιστούτα δεν κατάφερε να τον επηρεάσει. Οι «βιόλα» ξεκίνησαν με γκέλα τη σεζόν, αφού ο Ριγκανό υπέγραψε τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου και έχασε την πρεμιέρα, αλλά με το που πάτησε το πόδι του στο χόρτο έσκασαν τα πρώτα χαμόγελα μετά από ένα εφιαλτικό καλοκαίρι. Στο ντεμπούτο του στο Αρτέμιο Φράνκι, απέναντι στην Καστέλ ντι Σάνγκρο, άνοιξε το σκορ στο 14′ και διπλασίασε τα γκολ του στο 55′. Οι γηπεδούχοι κέρδισαν με 5-1 και από τότε δεν κοίταξαν ξανά προς τα κάτω. Με έναν σεληνιασμένο Ριγκανό να βάζει γκολ με όλους τους τρόπους, κυρίως μέσα από την περιοχή, και να αναδεικνύεται πρώτος σκόρερ με 30 γκολ σε 32 ματς (!) η Φιορεντίνα έκανε περίπατο στην κατηγορία.
Το επόμενο καλοκαίρι ο δρόμος της επιστροφής προς τη Σέριε Α έγινε αναπάντεχα πιο σύντομος. Με κάποιες, ας τις αποκαλέσουμε, μεσογειακές αλχημείες η ομάδα ευνοήθηκε από τις αλλαγές στις δομές των πρωταθλημάτων και ουσιαστικά πήδηξε την 3η κατηγορία, αφού τοποθετήθηκε σχεδόν χαριστικά στη Σέριε Β! Ο Ριγκανό δεν καταλάβαινε όμως από τέτοιες διαφορές. Εκείνη την εποχή όπου κι αν τον πετούσες, από ντέρμπι μεταξύ γειτονικών χωριών σε γήπεδο με χαλίκια μέχρι πιθανόν και σε ευρωπαϊκό ματς σε κάποια ιστορική έδρα, θα έβρισκε τρόπο να στείλει τη μπάλα μέσα στην εστία. Στα 29 του έπαιζε για πρώτη φορά σε τόσο υψηλό επίπεδο και το απολάμβανε από κάθε άποψη. Tα 23 γκολ που έβαλε (4ος σκόρερ στο πρωτάθλημα) ήταν αρκετά για να στείλουν τη Φιορεντίνα στα πλέι οφ ανόδου και τελικά στη Σέριε Α.
Ένας οικοδόμος που μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν έβγαζε καν λεφτά από τη μπάλα κουβάλησε σχεδόν μόνος του στην επίθεση την ιστορική Φιορεντίνα πίσω στα μεγάλα σαλόνια. Κι όταν λέμε σχεδόν μόνος δεν υπερβάλλουμε καθόλου. Τα δυο αυτά χρόνια ο Ριγκανό βρήκε δίχτυα 53 φορές, πέτυχε δηλαδή τα μισά γκολ από όσα έβαλε όλη η ομάδα. Δεύτερος σκόρερ σε αυτό το διάστημα ήταν ο Ματία Γκραφιέντι, που έβαλε όλα κι όλα 8 γκολ.
Το όνομα του έγινε σύνθημα, ο κόσμος τον αποθέωνε όπου τον πετύχαινε στη Φλωρεντία, ο μεγάλος Μπατιστούτα του έδωσε συγχαρητήρια όταν συναντήθηκαν σε ένα εορταστικό φιλικό ενώ σε έναν τοίχο της πόλης ήταν γραμμένη μια φράση που χρησιμοποιείται πλέον σε κάθε αφιέρωμα που γίνεται γι’αυτόν: “Dio perdona, Riga-nò” (Ο Θεός συγχωρεί, ο Ριγκανό όχι). Η σχέση του με το σύλλογο ήταν πλέον τέτοια που το καλοκαίρι πριν την επιστροφή στο Καμπιονάτο, χρίστηκε δεύτερος αρχηγός, πίσω από τον 38χρονο ντι Λίβιο. Στα 30 του θα έπαιζε για πρώτη φορά στη Σέριε Α και θα το έκανε φορώντας κάποιες φορές και το περιβραχιόνιο του αρχηγού της Φιορεντίνα!
Δυστυχώς γι’αυτόν εκείνη τη χρονιά η τύχη του γύρισε την πλάτη. Στο πρώτο κιόλας παιχνίδι του στο Καμπιονάτο, μέσα στο Ολίμπικο με τη Ρόμα, τραυματίστηκε και έμεινε εκτός για αρκετές εβδομάδες. Όταν επέστρεψε τον Νοέμβριο απέναντι στη Λιβόρνο, μπήκε αλλαγή στο 60′ και πρόλαβε να πετύχει το παρθενικό του γκολ στη μεγάλη κατηγορία. Οι τραυματισμοί όμως συνεχίστηκαν και η χρονιά έκλεισε με 4 γκολ σε 18 λειψές εμφανίσεις. Με την ολοκλήρωση του συμβολαίου του εκείνο το καλοκαίρι αποχώρησε σαν ήρωας από τη Φλωρεντία, έχοντας κάνει κάτι παραπάνω από το καθήκον του. Η Φιορεντίνα είχε επιστρέψει στη Σέριε Α, εκεί που πραγματικά ανήκει.
Παρά την ηλικία και την προβληματική πρώτη σεζόν, παρέμεινε στη Σέριε Α για μερικά χρόνια ακόμα, παίζοντας στην Έμπολι, τη Σιένα και τη Μεσίνα. Με την τελευταία κατάφερε μάλιστα να αποδείξει πως δεν ήταν απλά ένας καλός παστελωτής των χαμηλών κατηγοριών. Σε μια χρονιά που η Μεσίνα τερμάτισε τελευταία, ο 33χρονος πλέον Ριγκανό σκόραρε 19 φορές (πάνω από τα μισά γκολ της ομάδας) και αναδείχθηκε 3ος σκόρερ της Σέριε Α, πάνω από τεράστια ονόματα και παίκτες μικρότερους σε ηλικία, που έπαιξαν περισσότερα ματς και σε πολύ καλύτερες ομάδες!
Ξεχωριστός όπως πάντα. Ο μοναδικός χωρίς φωτογραφία προφίλ.
Αφού έζησε για λίγο και την εμπειρία του εξωτερικού, παίζοντας στην Ισπανία με τη φανέλα της Λεβάντε (όπου και πρόλαβε να πετύχει ένα χατ τρικ και να γίνει μόλις ο δεύτερος Ιταλός που το καταφέρνει στην Πριμέρα), στο φινάλε της καριέρας του επέστρεψε εκεί όπου ξεκίνησε. Στις χαμηλές κατηγορίες με τους άγαρμπους αμυντικούς, τα γήπεδα-χωράφια και τις περιοδείες στα χωριά και τις κωμοπόλεις. Το 2015 κρέμασε τα παπούτσια του σε ηλικία 41 ετών έχοντας σκοράρει προηγουμένως 16 γκολ σε 16 ματς στην 7η κατηγορία. Ο τελικός απολογισμός του ήταν 271 γκολ σε 519 παιχνίδια, μια ανέλπιστη αναλογία για κάποιον που ενώ για ένα μέρος της καριέρας του ξυπνούσε από τα χαράματα για να κουβαλήσει ένα καρότσι με τούβλα κατέληξε να παίζει αντίπαλος με μερικούς από τους καλύτερους αμυντικούς της Ευρώπης. Μέχρι και σήμερα παραμένει ο μοναδικός που έχει πετύχει γκολ στις εννιά από τις δέκα κατηγορίες που υπάρχουν στο ιταλικό ποδόσφαιρο. “Ο βασικός στόχος της καριέρας μου ήταν να δείξω ότι μπορώ να σκοράρω όπου κι αν παίξω. Έβαλα γκολ στα ερασιτεχνικά; Για να δω, μπορώ και στην Δ; Μετά, μπορώ και στη Γ; Στη Σέριε Β; Στη Σέριε Α; Για να τα πετύχεις όλα αυτά τα γκολ πρέπει να είσαι εκεί, να προσπαθείς ανεξαρτήτως κατηγορίας, να πιστεύεις ότι μπορείς να τα βάλεις.”
Αν και απέκτησε δίπλωμα προπονητή, η καριέρα του στους πάγκους δεν κράτησε πολύ. Πριν από λίγες μέρες το όνομα του εμφανίστηκε ξανά στις ιταλικές εφημερίδες όταν ένας δημοσιογράφος τον ανακάλυψε τυχαία να βοηθάει στο χτίσιμο ενός σπιτιού κάπου στη Φλωρεντία. Όπως έγινε γνωστό τότε, ο Ριγκανό δεν είχε κανένα πρόβλημα να επιστρέψει στην παλιά του δουλειά όταν σταμάτησε από τα γήπεδα.
“Δυο πράγματα ξέρω να κάνω καλά στη ζωή μου. Να βάζω γκολ και να χτίζω. Γι’αυτό όταν σταμάτησα από τη μπάλα, επέστρεψα στο χτίσιμο. Εκείνα τα χρόνια και σε εκείνες τις κατηγορίες τα λεφτά δεν ήταν τόσα πολλά, οπότε έπρεπε να βρω κάτι να κάνω τώρα που τελείωσα. Σίγουρα μου λείπει το ποδόσφαιρο και το κλίμα των αποδυτηρίων αλλά έτσι είναι η ζωή. Έχω παίξει απέναντι στον Μπατιστούτα, τον Ντελ Πιέρο και πόσους άλλους παίκτες και το μόνο μου απωθημένο είναι ότι δεν μπόρεσα να παίξω έστω μια φορά με την εθνική Ιταλίας. Τη χρονιά με τη Μεσίνα ακουγόταν ότι θα με καλέσουν αλλά τελικά ο Ντοναντόνι δεν με πήρε ποτέ. Μέχρι και σήμερα δεν ξέρω γιατί. Μου αρέσει αυτή η δουλειά και είμαι περήφανος γι’αυτό. Όταν με βλέπουν έτσι με ρωτάνε συχνά τι κάνω εγώ εδώ πέρα αλλά αυτός είμαι σαν άνθρωπος. Δώσε μου λίγη γη και δυο συναδέλφους και θα σου χτίσουμε ένα σπίτι.”