Αποδυτήρια του σταδίου Ζοφρί Γκισάρ στο Σεντ-Ετιέν. 30 Ιουνίου του 1998. Η Αγγλία έχει μόλις αποκλειστεί, για ακόμα μία φορά στα πέναλτι, και κανένας δεν έχει όρεξη για πολλά λόγια. Σκυμμένα κεφάλια, κατήφεια και μια τρομακτική ησυχία, λες και παίζεται ο τελευταίος πόντος στον τελικό του Γουίμπλεντον. Σε μια γωνία, ως ο απόλυτος τραγικός ήρωας της διοργάνωσης μέχρι εκείνη τη στιγμή, έχοντας το πρόσωπό του ανάμεσα στις παλάμες και δίχως να έχει το κουράγιο να αντικρίσει τους συμπαίκτες του και τον προπονητή του, κάθεται ο Ντέιβιντ Μπέκαμ. Χαμένος στις σκέψεις του. Ο άνθρωπος που -για πολλούς- ευθυνόταν για εκείνο το νέο, μεγάλο κάζο των Άγγλων. Ο άνθρωπος που είχε χαρακτηριστεί ως το νέο παιδί-θαύμα του αγγλικού ποδοσφαίρου και που πάνω στο ταλέντο, την σπιρτάδα και τον νεανικό του αυθορμητισμό θα μπορούσε να πατήσει -επιτέλους- η Αγγλία για κάτι καλό. Αντ’ αυτού, ο νεαρός σταρ της Γιουνάιτεντ είχε δεχθεί την κόκκινη κάρτα στο 47′ της αναμέτρησης και κάπως έτσι κατάφερε να στερήσει απ’ την ομάδα του την δυνατότητα να διεκδικήσει, με ίσες ευκαιρίες, την πρόκριση για τα προημιτελικά απέναντι σε μια σπουδαία ομάδα, όπως ήταν εκείνη η Αργεντινή.
Ο μοναδικός άνθρωπος που πλησίασε τον Μπέκαμ για να τον παρηγορήσει δεν ήταν κάποιος συμπαίκτης του απ’ τη Γιουνάιτεντ, ούτε κάποιος απ’ το τεχνικό τιμ, αλλά κάποιος που εκείνο το διάστημα ήταν ακριβώς απέναντι στον Μπέκαμ (και τους “κόκκινους διαβόλους”), διεκδικώντας τους περισσότερους εγχώριους τίτλους στην Αγγλία. Αυτός δεν ήταν άλλος απ’ τον αρχηγό της Άρσεναλ εκείνα τα χρόνια. Τον σπουδαίο κεντρικό αμυντικό, Τόνι Άνταμς. “Μην σκεφτείς ποτέ πως μας απογοήτευσες μικρέ. Είσαι ένας σπουδαίος παίκτης και ειλικρινά λάτρεψα κάθε στιγμή μαζί σου, σε αυτό το τουρνουά, όπως όλοι εδώ μέσα. Συμβαίνουν αυτά στο ποδόσφαιρο”. Ο Μπέκαμ και πάλι δεν μίλησε, αν και έδειξε -έστω και για μια στιγμή- να νιώθει μια μικρή ασφάλεια μετά από αυτές τις δηλώσεις. Αυτός ήταν άλλωστε ο τρίτος σερί αποκλεισμός για την Αγγλία στα πέναλτι και ο κεντρικός αμυντικός της Άρσεναλ είχε την ατυχία να είναι παρόν και στους τρεις. “Αφού o Τόνι Άνταμς μπορούσε να βρει την απαιτούμενη ηρεμία, σε μια τόσο δύσκολη στιγμή, τότε μπορούν όλοι” σκέφτηκε ο Μπέκαμ και προσπάθησε να χαλαρώσει. Λίγες ώρες αργότερα, ανέλαβαν δράση τα βρετανικά μίντια, με τραγικές συνέπειες για την υστεροφημία του Μπέκαμ αλλά και πολλών άλλων συμπαικτών του.
Την ίδια περίοδο ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον είχε προβεί σε μια περίεργη δήλωση που είχε συζητηθεί αρκετά στο Νησί και είχε να κάνει με το κατά πόσο οι αρχηγοί, αλλά και οι πιο ταλαντούχοι παίκτες, της εθνικής Αγγλίας έχουν το ειδικό βάρος για να μπορέσουν να ηγηθούν, πραγματικά, μιας τόσο ιστορικής, δοξασμένης, απαιτητικής, αλλά και ταλαιπωρημένης ομάδας, όπως είναι η εθνική Αγγλίας. Μίας ομάδας δηλαδή της οποίας οι οπαδοί ζητούσαν απεγνωσμένα, εκείνο το διάστημα, μόνο την πρώτη θέση σε κάθε διοργάνωση, γεμίζοντας με βάρος και πίεση τους παίκτες που βρίσκονταν σε κάθε αποστολή. Ο Σκοτσέζος συνέκρινε τον δυνατό αλλά και σκληρό (την ομάδα του δηλαδή) με τον επίσης δυνατό, αλλά περισσότερο “σοφτ” (εννοώντας την Άρσεναλ), λέγοντας πως ο Τόνι Άνταμς -βλέποντας πολύ σωστά στο πρόσωπό του έναν πραγματικό αρχηγό- είναι ένας “παίκτης της Γιουνάιτεντ” που αγωνίζεται όμως στην Άρσεναλ. Ο ίδιος ο Άνταμς πήγε αυτή την δήλωση ακόμα πιο μακριά, δηλώνοντας ακριβώς το αντίθετο για τον Μπέκαμ, δείχνοντας έτσι, με τον καλύτερο τρόπο, την δυσαρέσκειά του για το πόσο ήταν ικανός να εξελιχθεί σε πραγματικό αρχηγό, όταν και πήρε το περιβραχιόνιο, απ’ τον ίδιο μάλιστα, το 2000. Με λίγα λόγια: ο Τόνι Άνταμς θεωρούσε τον Μπέκαμ έναν πολύ καλό ποδοσφαιριστή, κάτι που ήταν πέρα για πέρα αλήθεια, αλλά δεν έβλεπε στο πρόσωπό του κάποιον με ηγετικά χαρίσματα.
Ο Μπέκαμ υπήρξε ένας αρκετά τεχνίτης ποδοσφαιριστής, με ένα φανταστικό δεξί πόδι, απ’ τους ικανότερους που γνώρισε το άθλημα την τελευταία -τουλάχιστον- 20ετία στις στατικές φάσεις, αλλά είχε και πολλά τρανταχτά μειονεκτήματα. Ένα απ’ τα σημαντικότερα (ίσως και το πιο σημαντικό) ήταν η σχέση αρχηγού-συμπαικτών και είχε να κάνει με τον τρόπο που έδινε έμπνευση σ’ αυτούς, αλλά και με τον τρόπο που πρέπει να οδηγεί ο κάθε “στρατηγός” τους “στρατιώτες” του στη μάχη. Ο Μπέκαμ δεν αποτέλεσε ποτέ το πρότυπο του σκληρού αρχηγού που θα έπιανε απ’ το σβέρκο τον συμπαίκτη του και με τον τσαμπουκά του, και μόνο, θα τον ωθούσε -προκαλώντας του πολλές φορές ακόμα και τρόμο- στο να βγάλει τον καλύτερό του εαυτό.
Αρκεί ακόμα μια δήλωση του Άνταμς από εκείνα τα χρόνια για να το καταλάβουμε καλύτερα: “Όταν αποκλειστήκαμε στον όμιλο του Γιούρο το 2000, μετά την ήττα απ’ τη Ρουμανία, ήμασταν -οι περισσότεροι- σε τραγική ψυχολογική κατάσταση. Είχαμε μια εξαιρετική ομάδα και μπορούσαμε να παίξουμε τους πάντες στα ίσα. Πιστεύαμε πως μπορούμε να κατακτήσουμε την διοργάνωση. Ο Σίρερ ήταν ο αρχηγός μας αλλά ο Ντέιβιντ πλέον θεωρούνταν ένας ολοκληρωμένος παίκτης και ένας σταρ παγκόσμιας εμβέλειας. Και όλα αυτά ήταν αλήθεια πάνω-κάτω. Ίσως ήταν ο πιο ανερχόμενος σούπερ σταρ του πλανήτη εκείνες τις μέρες, αφήνοντας πίσω του την δύσκολη περίοδο μετά το ’98. Ο ποδοσφαιρικός μας Τζέιμς Μποντ. Μετά την ήττα οι περισσότεροι γυρίσαμε στην Αγγλία και προσπαθούσαμε για βδομάδες να πνίξουμε τον πόνο μας στο ποτό. Αυτός το μόνο που έκανε ήταν να ακολουθήσει την Βικτώρια (τη γυναίκα του) σε μια τουρνέ της, στη Νέα Υόρκη, και να χαμογελάει μπροστά στις κάμερες με το βαμμένο του μαλλί”.
Στο Μουντιάλ του ’98 είχαμε δει και το πρώτο γκολ -σήμα κατατεθέν- του Μπέκαμ, σε μεγάλη διοργάνωση. Όταν για το τελευταίο παιχνίδι των ομίλων, ο Άγγλος μέσος με ένα καταπληκτικό γκολ από απευθείας εκτέλεση φάουλ, νίκησε τον Μοντραγκόν και έγραψε το Κολομβία-Αγγλία 0-2, χαρίζοντας έτσι στην ομάδα του την σπουδαία πρόκριση. Οι Άγγλοι δημοσιογράφοι είχαν προλάβει να τον ανακηρύξουν ως τον παίκτη που θα τους χάριζε το Μουντιάλ. Σχεδόν τέσσερα χρόνια αργότερα, και μετά από ακόμα ένα καταπληκτικό γκολ-φάουλ, απέναντι στη δική μας εθνική (για την τελευταία αγωνιστική των προκριματικών) στο παιχνίδι του Όλντ Τράφορντ που έστειλε τους Άγγλους απευθείας στην τελική φάση του Μουντιάλ, γλιτώνοντάς τους απ’ το άγχος των μπαράζ, ο Μπέκαμ βαπτίστηκε από τα μίντια ως ο απόλυτος αρχηγός και ηγέτης της ομάδας. Μια θέση και ένας τίτλος που βάσει καθαρά ποδοσφαιρικής αξίας, δεν τα άξιζε, όσο σκληρό κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο. Οι Άγγλοι είχαν βαφτίσει ως κορυφαίο κάποιον που δεν ήταν κορυφαίος και περίμεναν από αυτόν πράγματα που δεν ήταν ικανός να κάνει. Φυσικά και πολλοί ποδοσφαιριστές όπως και προπονητές δεν συμφώνησαν με αυτό τον τίτλο, προβλέποντας ακόμα μια αποτυχία για τα “λιοντάρια”, όπως και έγινε. Βέβαια εκείνο το διάστημα οι “πολέμιοι”είχαν χαρακτηριστεί ως κάποιοι που απλά δεν συμπαθούν τον παίκτη λόγω της αστερόσκονης που τον ακολουθούσε και που έμεινε -δυστυχώς- ως απλή σκόνη όταν έσβησαν τα φώτα της διοργάνωσης.
Σε συνέντευξή του μάλιστα, τον Μάρτιο του ’16 στο περιοδικό GQ, ο Μπέκαμ είχε δηλώσει πως θεωρεί εκείνη την κόκκινη κάρτα από τον Κιμ Μίλτον Νίλσεν, για την κλωτσιά εκτός φάσης στον Σιμεόνε, ως μία απ’ τις 5 κορυφαίες του στιγμές ως ποδοσφαιριστής. Μια φράση που για πολλούς δηλώνει περίτρανα το πως έβλεπε -και βλέπει ακόμα- ο Μπέκαμ το ποδόσφαιρο. Ως ένα φανταχτερό σόου δηλαδή, με τα καλά του και τα κακά του. Ως ένα παιχνίδι που πήρε κι αυτός κάποτε μέρος, και έφτασε να εξελιχθεί, μέσω αυτού, σε σούπερ σταρ παγκόσμιας εμβέλειας. Πολύ πάνω από την καθαρά ποδοσφαιρική του αξία. Ο Ντέιβιντ Μπέκαμ λάτρευε να αγωνίζεται για την εθνική Αγγλίας και έδινε πάντα το 100% των δυνατοτήτων του για τη φανέλα με το εθνόσημο αλλά -δυστυχώς- δεν μπορούσε να σηκώσει το βάρος του ηγέτη και να οδηγήσει την ομάδα σε μια μεγάλη επιτυχία, από μόνος του. Κι αυτό ήταν ένα απ’ τα μεγαλύτερα λάθη για την Αγγλία εκείνα τα χρόνια. Φυσικά και γι’ αυτό δεν ευθυνόταν αποκλειστικά ο ίδιος, αλλά η νοοτροπία των ανθρώπων γύρω από το αγγλικό ποδόσφαιρο. Μια νοοτροπία που σίγα-σιγά δείχνει να αλλάζει (ευτυχώς) και να γίνεται αρκετά πιο ρεαλιστική, στηριζόμενη στις πραγματικές δυνατότητες των ποδοσφαιριστών της χώρας που φορούν τη φανέλα με το εθνόσημο.
Ο Ντέιβιντ Μπέκαμ, αλλά και αρκετοί άλλοι αστέρες εκείνης της περιόδου, δεν υπήρξαν τίποτα παραπάνω από “θύματα” μιας άκρως λανθασμένης αγγλικής νοοτροπίας και ποδοσφαιρικής λογικής, που έφτιαχνε υπεραξίες και περίμενε από αυτές να κάνουν πράγματα που απλά δεν μπορούσαν. Μιας λογικής που χαρακτήριζε τους παίκτες ήρωες, πριν τις διοργανώσεις, και τους μετέτρεπε σε αποδιοπομπαίους τράγους με την λήξη του κάθε τουρνουά. Μιας μιντιακής πραγματικότητας δηλαδή που διψούσε για χρήμα, λάμψη και φυσικά μπόλικο “αίμα”. Ο Ντέιβιντ Μπέκαμ ήταν σίγουρα το καλύτερο εξώφυλλο εκείνης της εποχής για την Αγγλία, και το αγγλικό ποδόσφαιρο, στις μεγάλες διοργανώσεις και κυρίως στα Παγκόσμια Κύπελλα. Ένα λαμπερό εξώφυλλο που συνήθως κατέληγε σκισμένο και ταλαιπωρημένο, να θυμίζει σε όλους ακόμα μια αποτυχία.
Σήμερα, η νέα Αγγλία του Σαουθγκέιτ αγωνίζεται για πρώτη φορά στο Μουντιάλ της Ρωσίας απέναντι στην αδύναμη Τυνησία, με μοναδικό στόχο τους τρεις βαθμούς. Ένα τρίποντο που θα βάλει, με το καλημέρα δηλαδή, γερές βάσεις για την πρόκριση στα νοκ-άουτ. Κι από εκεί βλέπουμε μέχρι που μπορεί να φτάσει αυτή η νεανική και γεμάτη ταλέντο ομάδα.