Όταν ο γκαντέμης Μίκαελ γνώρισε τη «Νεβερκούζεν»

Έχουμε φτάσει στα τέλη Μαρτίου και η Μπάγερ Λεβερκούζεν ακόμα δεν έχει χάσει στη φετινή σεζόν! Η ομάδα του Τσάμπι Αλόνσο σπάει όλα τα ρεκόρ στη Γερμανία, μετράει ήδη 38 παιχνίδια χωρίς ήττα σε όλες τις διοργανώσεις και στοχεύει πλέον σε όλους τους πιθανούς τίτλους (πρωτάθλημα, κύπελλο και Γιουρόπα Λιγκ). Μόνο το τελευταίο 15ημερο, δυο φορές βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο σε δύσκολα ευρωπαϊκά νοκ άουτ παιχνίδια. Και στα δυο βρέθηκε να χάνει στο δεύτερο ημίχρονο με 2-0. Και στα δυο κατάφερε να αποφύγει την πρώτη της φετινή ήττα με γκολ στο φινάλε, φτάνοντας ακόμα και να κερδίσει το δεύτερο παιχνίδι με μια τρομακτική επίδειξη μιας νοοτροπίας «Refuse to Lose».

Τέτοιες επιδείξεις δεν είναι άγνωστες στο γερμανικό ποδόσφαιρο. Μιλάμε άλλωστε για μια ποδοσφαιρική χώρα φημισμένη για τη νοοτροπία αυτή, που έχει βγάλει και την ομάδα-επιτομή αυτής της φιλοσοφίας, γνωστή σε όλο τον κόσμο ως Μπάγερν Μονάχου. Το να βρίσκεται όμως στη θέση αυτή η Λεβερκούζεν δεν είναι συνηθισμένο. Για την ακρίβεια είναι παράδοξο για μια ομάδα που το παρατσούκλι της για ένα μεγάλο διάστημα ήταν «Νεβερκούζεν» (ή «Vizekusen» στα γερμανικά). Και δεν είναι μάλλον τυχαίο ότι ένας από τους καλύτερους αλλά και πιο άτυχους Γερμανούς ποδοσφαιριστές την τελευταία 25ετια συνδέθηκε (και πληγώθηκε) μαζί της σε τέτοιο βαθμό.

Η ιστορία με τα όσα έγιναν τον Μάιο του 2002 είναι γνωστή από τους περισσότερους. Σίγουρα από όσους την έζησαν γιατί δεν είναι από τα πράγματα που ξεχνάς εύκολα. Η Λεβερκούζεν τους Κλάους Τοπμέλερ είχε φτιάξει μια τρομερή ομάδα που όλη τη χρονιά πρωταγωνιστούσε εντός και εκτός συνόρων. Στο τέρμα της είχε τον Μπουτ, στην άμυνας τους Λούσιο, Ράμελοφ, Πλασέντε και Ζίφκοβιτς στο κέντρο υπήρχε ο Μπάλακ, ο Σνάιντερ και ο Ζε Ρομπέρτο και για τις θέσεις μπροστά οι Μπαστούρκ, Νόιβιλ, Κίρστεν και Μπερμπάτοφ. Οι Γερμανοί βρίσκονταν μέχρι το τέλος της σεζόν στη μάχη του τίτλου, είχαν φτάσει ως το φινάλε του κυπέλλου και είχαν θαμπώσει και την Ευρώπη με τις εμφανίσεις τους, σε μια τρελή πορεία που περιλάμβανε νίκες απέναντι στη Μπαρτσελόνα, τη Λιόν, τη Ντεπορτίβο λα Κορούνια, τη Γιουβέντους και τη Λίβερπουλ και μια μεγάλη πρόκριση, με δυο ισοπαλίες, απέναντι στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Όλα έμοιαζαν πιο ονειρικά και από την καλύτερη οπαδική τους φαντασίωση μέχρι που… όλα πήγαν κατά διαόλου.

Στα τέλη Απριλίου περίπου, τρεις μόλις αγωνιστικές πριν το φινάλε, η ομάδα του Τοπμέλερ έκλεινε δυο μήνες στην κορυφή και ήταν 5 βαθμούς πάνω από την 2η της βαθμολογίας, Ντόρτμουντ. Μια νίκη στο εντός έδρας παιχνίδι με τη Βέρντερ σχεδόν θα κλείδωνε την υπόθεση τίτλος και θα επέτρεπε στο σύλλογο να αφοσιωθεί στους άλλους δυο στόχους. Η Βέρντερ πάγωσε το Λεβερκούζεν με ένα γκολ στο 5′, ο Ζε Ρομπέρτο ισοφάρισε αρκετά νωρίς αλλά στην επανάληψη και με πιο καθαρό μυαλό αντί να γίνει το 2-1, έγινε το 1-2 χάρη σε ένα γκολ του συνήθη ύποπτου εκείνα τα χρόνια για τη Βέρντερ, Αίλτον. Η Λεβερκούζεν είχε μια ευκαιρία να σώσει τον πόντο αλλά το πέναλτι που κέρδισε χαραμίστηκε από τον τερματοφύλακα-εκτελεστή της, τον Μπουτ. Σαν να μην έφτανε αυτό, την ίδια μέρα η Ντόρτμουντ κέρδιζε το δικό της παιχνίδι με το ίδιο σκορ, με πέναλτι του Αμορόσο στο 89′! Η διαφορά μειωνόταν πλέον στους δυο πόντους και τα περιθώρια για γκέλα στένευαν.

Αντίπαλος την προτελευταία αγωνιστική ήταν η Νυρεμβέργη, που πάλευε για τη σωτηρία της. Για δεύτερο σερί ματς η Λεβερκούζεν κατάρρευσε από την πίεση για το πρώτο πρωτάθλημα της ιστορίας της, ηττήθηκε με 1-0 και έπεσε από την κορυφή, αφού η Ντόρτμουντ με Αμορόσο, Ροζίτσκι και Κόλερ σε μεγάλα κέφια περνούσε από το Αμβούργο με ένα εντυπωσιακό 3-4. Ο τίτλος ήταν πλέον στα χέρια άλλου ή, για να ακριβολογούμε, τον είχε χαρίσει μόνη της σε κάποιον άλλον. Η συνέχεια έμεινε γνωστή στην πιάτσα ως “η εβδομάδα που η Λεβερκούζεν έγινε μια για πάντα Νεβερκούζεν” μια πολύ βαριά φράση που στο μόνο που υπερβάλλει είναι στο ότι δεν ήταν μια εβδομάδα αλλά έντεκα μέρες.

Στις 4 Μάϊου η Μπουντεσλίγκα ολοκληρώθηκε με τη Ντόρτμουντ να μην επιστρέφει τα δώρα που της είχε κάνει η ανταγωνίστρια της. Η Λεβερκούζεν κέρδισε μεν τη Χέρτα αλλά για να κλέψει, πλέον, τον τίτλο χρειαζόταν και μια γκέλα της Μπορούσια απέναντι στη Βέρντερ που δεν ήρθε ποτέ, παρ’ότι οι εν δυνάμει πρωταθλητές βρέθηκαν πίσω στο σκορ στο πρώτο 20λεπτο.

Στις 11 Μάϊου και με τη ψυχολογία στα τάρταρα, η Λεβερκούζεν πήγε στο Βερολίνο για να διεκδικήσει το δεύτερο κύπελλο Γερμανίας της ιστορίας της, καθώς το είχε κερδίσει ξανά το 1993, σε έναν περίεργο τελικό με αντίπαλο τους ερασιτέχνες της Χέρτα (μια ιστορία για μια άλλη φορά). Ο Μπερμπάτοφ άνοιξε το σκορ αλλά η Σάλκε του Χουμπ Στέφενς έκανε ένα σπουδαίο δεύτερο ημίχρονο, γύρισε το ματς και κατέληξε να κάνει περίπατο, αφού στο 85′ το σκορ ήταν 4-1. Το γκολ του Κίρστεν στο φινάλε έγραψε απλώς το τελικό 4-2. Η κατάρρευση έμοιαζε ολοκληρωτική και επισημοποιήθηκε τέσσερις μέρες μετά στο μεγαλύτερο παιχνίδι της ιστορίας της.

Στις 15 Μάϊου στη Γλασκόβη, η Λεβερκούζεν βρήκε το σθένος να κοιτάξει τη Ρεάλ του Ζιντάν και των φίλων του στα μάτια αλλά το αποτέλεσμα δεν ήταν ξανά το επιθυμητό. Το μαγικό γκολ του Ζιζού έκρινε έναν αμφίρροπο τελικό και οι Γερμανοί ολοκλήρωσαν μια εκπληκτική χρονιά χωρίς ούτε έναν τίτλο.

Από όλους τους πιθανούς παίκτες της Μπάγερ, ο Μπάλακ ήταν αυτός που κέρδισε άθελα του μια θέση σε μια ιστορική φωτογραφία

Για κάποιους από τους παίκτες της όμως το μαρτύριο δεν είχε τελειώσει. Λίγες μέρες μετά τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ ξεκίνησε στην Ασία το Μουντιάλ. Η μετριότατη τότε εθνική Γερμανίας έκανε την υπέρβαση και χάρη κυρίως στις εμφανίσεις του Καν και του Μπάλακ έφτασε στον τελικό. Το εμπόδιο εκεί (γνωστό και ως «τα 3 βραζιλιάνικα Ρο») ήταν όμως απροσπέλαστο, ειδικά με τον Μπάλακ εκτός αγώνα λόγω καρτών, και κάπως έτσι πέντε Γερμανοί ποδοσφαιριστές, ο Ράμελοφ, ο Νόιβιλ, ο Σνάιντερ, ο Μπουτ και φυσικά ο Μπάλακ, πρόσθεσαν στο βιογραφικό τους μια σεζόν όπου μέσα σε δυο μήνες είδαν τέσσερις τίτλους να χάνονται σχεδόν οριακά!

Όπως είπαμε, αυτή την κατάρρευση τη θυμόμαστε λίγο-πολύ όλοι. Αυτό που δεν θυμούνται όμως αρκετοί (ή τουλάχιστον όσοι δεν ασχολούνταν φανατικά με τη Μπουντεσλίγκα) είναι ότι η Λεβερκούζεν είχε αποκτήσει το ατυχές παρατσούκλι της πριν ξεκινήσει η σεζόν 2001-02. Ο λόγος ήταν απλός: Από το 1996 έως το 2001, είχε τερματίσει 3 φορές στη δεύτερη θέση, μια φορά στην τρίτη και μια φορά στην τέταρτη! Ήταν ο ορισμός του “πολύ καλή ομάδα αλλά δεν μπορεί να κάνει το βήμα παραπάνω και να σηκώσει την κούπα”. Κι αν κάποιες χρονιές, αυτό το κάτι παραπάνω δεν ήταν εφικτό γιατί η απόσταση από τον πρωταθλητή ήταν μεγάλη, το 2000 ήταν ο ορισμός του εφικτού. Ήταν μια περίπτωση «ή τώρα ή ποτέ». Και κάπου εδώ μπαίνει ξανά στην κουβέντα μας, ο Μίκαελ Μπάλακ.

Το καλοκαίρι του 1999 ο Μπάλακ ήταν ένα από τα ανερχόμενα αστέρια του γερμανικού ποδοσφαίρου. Ήταν 22 ετών, είχε κάνει το ντεμπούτο του στην εθνική λίγο καιρό πριν, είχε πάρει μια καλή μεταγραφή στη Λεβερκούζεν και μετρούσε ήδη κοντά στις 50 συμμετοχές στη Μπουντεσλίγκα με την Καιζερλάουτερν. Α ναι, στο σαλόνι του είχε κι ένα μετάλλιο πρωταθλητή αφού συμμετείχε (χωρίς πάντως να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο λόγω ηλικίας) στη μεγάλη έκπληξη της σεζόν 97-98 όταν η ομάδα του Ότο Ρεχάγκελ πήρε το πρωτάθλημα με το που ανέβηκε στην 1η κατηγορία! “Πηγαίνετε σπίτι σας, ξαπλώστε στον καναπέ, βάλτε το Τελετέξ να δείχνει τη βαθμολογία και αποκοιμηθείτε ευτυχισμένοι” θυμάται ο Μπάλακ ότι τους έλεγε ο Ότο μέσα στη σεζόν, όταν ακόμα κανένας δεν πίστευε ότι μπορούν να χτυπήσουν πράγματι τον τίτλο.

Στο φινάλε της πρώτης του σεζόν στο Λεβερκούζεν, η ομάδα βρισκόταν αγκαλιά με το πρώτο πρωτάθλημα της ιστορίας της. Η παρέα του Μπάλακ (και του Κίρτσεν και του Ζε Ρομπέρτο και του Νόιβιλ και του Σνάιντερ) ήταν μόνη πρώτη όλες τις τελευταίες αγωνιστικές και το πρωινό πριν ολοκληρωθεί το πρωτάθλημα βρισκόταν στο +3 από τη Μπάγερν! Το μόνο που χρειαζόταν για να σπάσει επιτέλους η κατάρα των δεύτερων θέσεων ήταν μια ισοπαλία μέσα στην έδρα της αδιάφορης Ουντερχάχινγκ ή εναλλακτικά να γκελάρει η Μπάγερν με αντίπαλο τη Βέρντερ. Φυσικά το δεύτερο σενάριο δεν το πίστευε κανείς, οπότε όλα τα μάτια ήταν στραμμένα στη Λεβερκούζεν και σε ένα γηπεδάκι τιγκαρισμένο με οπαδούς της που περίμεναν τη στιγμή της λύτρωσης. Ακόμα και το αυθεντικό τρόπαιο είχε μεταφερθεί εκεί, καθώς έμοιαζε απίθανο να χαλάσει η γιορτή.

Το ότι η γιορτή τελικά χάλασε το φαντάζεστε όλοι. Το πώς χάλασε είναι το αλατοπίπερο της ιστορίας. Στο 20ο λεπτό και ενώ οι φιλοξενούμενοι είχαν τον απόλυτο έλεγχο του αγώνα, έγινε μια σέντρα από δεξιά προς την καρδιά της περιοχής, ο τερματοφύλακας άργησε να βγει και ο Μίκαελ Μπάλακ οριζοντιώθηκε και με μια εξαιρετική προβολή έστειλε τη μπάλα στα δίχτυα. Στα λάθος δίχτυα!

Το μοιραίο αυτογκόλ

Το πρώτο αυτογκόλ στην καριέρα του ταλαντούχου Γερμανού ήταν κι αυτό που έθαψε τις ελπίδες της Λεβερκούζεν για έναν τίτλο. Το σοκ κράτησε για ώρα, η αυτοπεποίθηση έφτασε στον πάτο, το άγχος και η πίεση που ήταν ήδη ένα σοβαρό πρόβλημα για μια ομάδα άβγαλτη από τίτλους έφτασαν στον Θεό, καθώς η Μπάγερν είχε ήδη καθαρίσει το δικό της ματς, και όλοι έψαχναν για τη μια εκείνη φάση που θα άλλαζε τη ροή της ιστορίας. Αυτή η φάση δεν ήρθε ποτέ. Αντιθέτως, σε μια αντεπίθεση στο 72′ οι γηπεδούχοι βρήκαν και δεύτερο γκολ και ουσιαστικά έστεψαν πρωταθλήτρια την ομάδα του Μονάχου. Η Λεβερκούζεν έχασε με τον πιο επώδυνο τρόπο τον τίτλο και οι σκηνές στο φινάλε με παίκτες και οπαδούς να κλαίνε ασταμάτητα δεν ξεχνιούνται εύκολα.

Ο Μπάλακ στον πάγκο μετά το τελευταίο σφύριγμα

Ο Μίκαελ Μπάλακ έφυγε απογοητευμένος και άτιτλος από το Λεβερκούζεν μετά από τέσσερα χρόνια και πιο συγκεκριμένα το καλοκαίρι μετά το αποτυχημένο τρεμπλ, όταν είχε δει να πηγαίνει στράφι η εκπληκτική του σεζόν (είχε 23 γκολ και 13 ασίστ, η καλύτερη της καριέρας του). Το επόμενο διάστημα κατάφερε να γλυκάνει λίγο την καριέρα του, να κερδίσει κούπες και να γευτεί τη χαρά της επιτυχίας αρκετές φορές και με τη Μπάγερν και με την Τσέλσι. Ακόμα κι έτσι όμως, η στάμπα του άτυχου και του καταραμένου έμεινε πάνω του για πάντα.

Ένας σπουδαίος πολυθεσίτης παίκτης με τρομερό ταλέντο και εξαιρετικά φυσικά προσόντα που όμως δεν κατάφερε ποτέ να πετύχει δυο από τους μεγαλύτερους του στόχους: Να κερδίσει κάτι με την εθνική Γερμανίας και να φτάσει στην κορυφή της Ευρώπης με κάποιο σύλλογο. Στις συνεντεύξεις του ο ίδιος υποστηρίζει ότι δεν νιώθει πίκρα για αυτό το θέμα αλλά όταν η συζήτηση ξεφεύγει σε άλλα μονοπάτια τονίζει συνεχώς πόσο ήθελε και πόσο προσπάθησε να κερδίσει μια ευρωπαϊκή κούπα. Συνολικά έφτασε δυο φορές στον τελικό, δυο στον ημιτελικό μια στον προημιτελικό με τρεις διαφορετικούς συλλόγους. Η μοίρα μάλιστα το έφερε έτσι που λίγα χρόνια μετά το απόλυτο ξενέρωμα της άνοιξης με τη Μπάγερ έζησε κάτι ανάλογο με τη φανέλα της Τσέλσι!

Τη σεζόν 2007-08 η Τσέλσι έχασε το πρωτάθλημα την τελευταία αγωνιστική από τη Γιουνάιτεντ, έχασε στον τελικό του Λιγκ Καπ από την τελευταία ομάδα που θα περίμενες να χάσει, την Τότεναμ, παρ’ότι μάλιστα είχε προηγηθεί με γκολ του Ντρογκμπά και εν τέλει έχασε και το Τσάμπιονς Λιγκ στα πέναλτι στον τελικό της Μόσχας, σε μια διαδικασία που ξεκίνησε για την Τσέλσι με τον Μπάλακ να ευστοχεί στο δικό του πέναλτι αλλά δεν ολοκληρώθηκε με τον Τζον Τέρι να σκοράρει το δικό του.

Κι αν αυτή η τριπλή αποτυχία δεν ήταν αρκετή για να υπενθυμίσει στον Γερμανό μέσο τις ομοιότητες με τα όσα είχε ζήσει μερικά χρόνια πριν στο Λεβερκούζεν, λίγες εβδομάδες μετά η εθνική Γερμανίας έφτασε ξανά σε τελικό, απέναντι στους Ισπανούς στο Euro. Ένας τελικός που κρίθηκε υπέρ των Ισπανών με ένα γκολ του Τόρες. Μέσα σε δυο μόνο σεζόν (το 01/02 και το 07/08), για την ακρίβεια μέσα σε μερικούς μήνες αν τους απομονώσεις χρονικά, ο Μπάλακ έχασε για λίγο συνολικά 8 τίτλους, ανάμεσα τους και τα μεγαλύτερα τρόπαια στο ποδόσφαιρο.

Μετά από όλα αυτά, δεν αποτελεί καμία έκπληξη ότι μετά το πέρασμα του από το Λονδίνο επέλεξε να επιστρέψει το 2010, στα 34 του, στη Γερμανία και να κλείσει τη μεγάλη (που όπως είδαμε θα μπορούσε πολύ εύκολα να ήταν και μεγαλύτερη, βάσει τίτλων τουλάχιστον) καριέρα του στη Λεβερκούζεν. Σε ποια θέση τερμάτισε η ομάδα εκείνη τη χρονιά της επιστροφής του; Φυσικά στη δεύτερη.