Άντε Μπούντιμιρ: Το παιδί του πολέμου που έγινε θρύλος στην Οσασούνα

«Εμείς που είμαστε από τα Βαλκάνια, γνωρίζουμε ότι ο δρόμος προς την επιτυχία στο ποδόσφαιρο είναι μακρύς». Τα λόγια ανήκουν στον πρωταγωνιστή της σημερινής μας ιστορίας, τον Κροάτη ποδοσφαιριστή Άντε Μπούντιμιρ. Και αυτός ο δρόμος ξεκίνησε το 1991 στη Ζένιτσα της Βοσνίας, εκεί που γεννήθηκε. Ίσως το όνομα να λέει κάτι σε ορισμένους. Η πόλη έμεινε γνωστή για τη “σφαγή της Ζένιτσα”, ένα συμβάν που θεωρείται έγκλημα πολέμου και συνέβη το 1993. Ήταν μια περίοδος κατά την οποία υπήρχε ένταση μεταξύ των πρώην συμμάχων Βόσνιων και Κροατών και οι Κροάτες βομβάρδισαν τη Ζένιτσα, σε ένα σημείο που ήταν γεμάτο αμάχους, στην αγορά της πόλης. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθούν περίπου 20 άνθρωποι, μεταξύ τους και ένα 14χρονο παιδί.

Ο μικρός Άντε δεν βρισκόταν τότε εκεί. Η οικογένειά του ζούσε σε ένα κοντινό χωριό, την Οζίμιτσα, αλλά με τον Άντε μωράκι έξι μηνών, πήρε την απόφαση να φύγει από την περιοχή και να πάει στη Βέλικα Γκόριτσα της Κροατίας, λίγο έξω από το Ζάγκρεμπ. Επέστρεψε στο χωριό του μόνο όταν ήταν έγινε έξι χρονών και το είδε ουσιαστικά για πρώτη φορά. Όπως λέει, ήταν κάτι πολύ περίεργο. Στα σύνορα υπήρχαν στρατιώτες των ειρηνευτικών δυνάμεων, το κλίμα ήταν περίεργο. Σαν παιδάκι δεν μπορούσε να καταλάβει πολλά εκείνα τα χρόνια. Μετακόμισε σε ένα μέρος στο οποίο μιλούσε την ίδια γλώσσα και δεν είχε μεγάλες διαφορές στην παράδοση. Αλλά μετά τον πόλεμο, όταν επισκεπτόταν τις δυο γιαγιάδες του που είχαν παραμείνει στη Βοσνία, έβλεπε σπίτια γεμάτα τρύπες από τις επιθέσεις και καταλάβαινε ότι είχε συμβεί κάτι πολύ σοβαρό. Σε κάποια μέρη, ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει.

Ένα Black Hawk από την ειρηνευτική δύναμη του ΝΑΤΟ πετάει πάνω από τη Ζένιτσα

Μπορεί να γλίτωσε την τραγωδία του πολέμου, αλλά δεν γλίτωσε μια οικογενειακή τραγωδία. Λίγο αφού η οικογένεια μετακόμισε στην Κροατία, ο πατέρας του έχασε τη ζωή του σε τροχαίο. Ο Άντε μεινε μόνος με τις δυο αδερφές του και μια μάνα που προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα σε μια χώρα που μόλις είχε βγει από έναν από τους πιο σκληρούς, πιο απάνθρωπους πολέμους που έχει δει η Ευρώπη τα τελευταία χρόνια. Ο Μπούντιμιρ δεν σταματά να μιλάει για την ηρωίδα μητέρα του που στερήθηκε και μόχθησε για να μεγαλώσει τα παιδιά της.

Τα παιδικά του χρόνια ήταν χαρούμενα. Έπαιζε συνέχεια μπροστά από το σπίτι του, φυσικά ποδόσφαιρο. Το σπίτι στη Βέλικα Γκόριτσα ήταν μόλις στα 200 μέτρα από το Στάντιον Ράντνικ, ένα στάδιο που χτίστηκε για την Πανεπιστημιάδα του 1987 και ήταν πολύ καινούριο τότε. Είναι η έδρα της τοπικής ομάδας Γκόριτσα και χωράει 4.500 θεατές σήμερα. Όταν ο Μπούντιμιρ έγινε 7 ετών, ζήτησε από τη μητέρα του να τον πάει στην ομάδα. Πράγματι, αυτό έγινε και από τότε ο Μπούντιμιρ δεν σταμάτησε να παίζει ποδόσφαιρο. Ανέβηκε σιγά σιγά τις ομάδες των ακαδημιών του συλλόγου και το 2009, στα 19 του χρόνια, έκανε ντεμπούτο στην Α’ εθνική της Κροατίας.

Πήρε μεταγραφή σε μια άλλη κροατική ομάδα, την Ίντερ Ζάπρεσιτς και εκεί έκανε σπουδαία πράγματα. Ήδη τον είχαν δει πολλοί άνθρωποι από άλλες χώρες. Είχε δοκιμαστεί σε δύο γερμανικές ομάδες, αλλά και στη Λίβερπουλ. Πάντα όμως προέκυπταν θέματα με τα χαρτιά του, ήταν δύσκολο για ένα πιτσιρίκι από την Κροατία να μεταγραφεί σε άλλον σύλλογο. Παραλίγο να πάει στην αυστριακή Λασκ, αλλά και εκεί για γραφειοκρατικούς λόγους η μεταγραφή δεν έγινε.

Επέστρεψε στην Κροατία και η μεγάλη ευκαιρία ήρθε από τη Γερμανία και τη Ζανκτ Πάουλι. Μπορεί να μην έκανε σπουδαία πράγματα εκεί, αλλά όπως λέει έμαθε πολλά πράγματα. Τόσο ποδοσφαιρικά, όσο και ως άνθρωπος, καθώς γνώρισε έναν σύλλογο με διαφορετικές αξίες και μοναδικά χαρακτηριστικά στον κόσμο. Ο Μπούντιμιρ ήταν ψηλός, δυνατός στον αέρα και πολύ καλός στο συνδυαστικό ποδόσφαιρο. Κάποιοι μιλούσαν για έναν νέο Μπερμπάτοφ, αλλά ο Κροάτης δεν μπόρεσε να μαγέψει στο Αμβούργο.

Από την περίοδο στην Κροτόνε

Τη σεζόν 2014-15 πηγαίνει δανεικός. Δανεικός σε ένα εντελώς διαφορετικό μέρος. Στον Κρότωνα της Καλαβρίας, σε μια από τις πιο… ελληνικές ομάδες της Ιταλίας, το μέρος στο οποίο γεννήθηκε ο Πυθαγόρας. Εκεί έπαιξε μια σεζόν, αλλά αυτή ήταν αρκετή για να εκτοξεύσει την καριέρα του. Αγωνίστηκε σε 40 αγώνες στη Serie B και σκόραρε 16 φορές, τραβώντας την προσοχή των Ιταλών, καθώς κέρδισε την άνοδο στην 1η κατηγορία. Η Σαμπντόρια τον αγόρασε αμέσως, αλλά εκεί ο Μπούντιμιρ δεν μπόρεσε να κάνει πολλά πράγματα. Επέστρεψε στην Κροτόνε παίζοντας για άλλες δυο σεζόν εκεί, χωρίς την ίδια επιτυχία πάντως. Στην Ιταλία έμαθε περισσότερη τακτική και κατανόησε το παιχνίδι ακόμα καλύτερα. Και ακόμα και σήμερα, η Κροτόνε έχει μια θέση στην καρδιά του.

Οι εμφανίσεις του στην Ιταλία ήταν αρκετές για να βρει μια νέα ευκαιρία και μια νέα περιπέτεια στη ζωή του. Μετά τη Γερμανία και την Ιταλία, ο Άντε Μπούντιμιρ μετακόμισε στην Ισπανία, δανεικός στη Μαγιόρκα. Ήξερε ότι θα πήγαινε σε μια κλασική ισπανική ομάδα, μια ομάδα από την οποία είχε περάσει ο Σάμουελ Ετό και είχε παίξει παλιότερα στην Ευρώπη. Στην πρώτη του χρονιά ήταν πολύ σημαντικός στην άνοδο της ομάδας του, καθώς σκόραρε 13 φορές και η Μαγιόρκα ανέβηκε στην Πριμέρα. Ήταν μάλιστα αυτός που άνοιξε το σκορ, στον 2ο τελικό του μπαράζ με την Ντεπορτίβο Λα Κορούνια, για τη μεγάλη ανατροπή του 2-0 του αγώνα του Ριαθόρ.

Η Μαγιόρκα τον αγόρασε, αλλά δεν πρόλαβε να τον κρατήσει. Όπως και με την Κροτόνε, έτσι και τώρα, οι εμφανίσεις του σε μια 2η κατηγορία έφεραν ενδιαφέρον από νέα ομάδα. Ο Κροάτης πήγε δανεικός στην άλλη άκρη της χώρας, στα βόρεια, στην Παμπλόνα. Για έναν παίκτη που μέχρι τότε είχε αλλάξει πολλές ομάδες και χώρες, λίγοι περίμεναν ότι αυτή η μετακίνηση θα ξεκινούσε μια σχέση αγάπης. Ο Μπούντιμιρ πήγε δανεικός αρχικά και έκανε σπουδαία σεζόν, σκοράροντας 11 φορές με τη φανέλα της Οσασούνα τη σεζόν 2020-21. Η μετακίνηση έγινε μόνιμη.

Ήταν η ίδια περίοδος πάνω κάτω που έπαιξε για πρώτη φορά στην εθνική Κροατίας στα 29 του. Κάτι πραγματικά σπάνιο. «Κάθε παίκτης έχει το δικό του μονοπάτι, το δικό μου ήταν διαφορετικό και δεν θα το άλλαζα με τίποτα. Στο τέλος τα πράγματα συμβαίνουν αν πιστεύεις και δουλέψεις. Βρέθηκα στα αποδυτήρια με παίκτες όπως ο Μόντριτς, ο Ράκιτιτς και ο Μάντζουκιτς.». Δυο χρόνια μετά το ντεμπούτο του θα ζούσε και τη μεγαλύτερη του στιγμή, καθώς ήταν μέλος της εθνικής Κροατίας στο Μουντιάλ του Κατάρ και κατέκτησε την 3η θέση μαζί της, παίζοντας ως αλλαγή σε δύο αγώνες, με Ιαπωνία και Βραζιλία.

Ο Μπούντιμιρ δεν είναι σούπερ σταρ, δεν είναι κάποιος απίστευτος παίκτης που φέρνει τον κόσμο στο γήπεδο. Είναι όμως ένα υπερ-τίμιος φορ, λίγο παλιότερου στιλ, «Γιουγκοσλάβος» από τα παλιά. Πολύ καλός στον αέρα, πολύ δυνατός, πολύ έξυπνος και προσαρμοστικός, παίκτης που παίζει για την ομάδα, αλλά και με αρκετά καλή τεχνική. Τα δίνει όλα στην προπόνηση, θέλει να μαθαίνει συνέχεια και πολλές φορές εκνευρίζει μέχρι και τους συμπαίκτες του με την προσοχή που δείχνει σε κάθε λεπτομέρεια, σε κάθε άσκηση, σε κάθε τακτική. Ζητάει από τον προπονητή και τους βοηθούς, βίντεο, στατιστικά, νέες ασκήσεις και κάνει έξτρα προπόνηση. Δεν είναι τυχαίο που είναι 34 ετών πλέον και παίζει σε αυτό το επίπεδο. Στην περίοδο του lockdown, βρήκε έξτρα χρόνο διαθέσιμο και ξεκίνησε να σπουδάζει για να πάρει πτυχίο στα Οικονομικά, εξ αποστάσεως στο πανεπιστήμιο του Ζάγκρεμπ. Τα Οικονομικά ήταν μια πρόταση από τις αδερφές του που έχουν πάρει πτυχίο σε αυτόν τον τομέα. Στόχος του να κάνει και μεταπτυχιακό, καθώς όπως λέει, του αρέσει να μαθαίνει νέα πράγματα και να μη χαλαρώνει.

Στην Οσασούνα πάντως σίγουρα δεν χαλαρώνει. Το αντίθετο. Τον περασμένο Ιανουάριο έσπασε το ρεκόρ και έγινε ο 1ος ξένος σκόρερ στην ιστορία της Οσασούνα. Λίγους μήνες αργότερα, έσπασε ακόμα ένα ρεκόρ. Έγινε ο 1ος σκόρερ στην ιστορία του συλλόγου σε επίπεδο Λα Λιγκα. Και φυσικά τιμήθηκε από την ομάδα και αποθεώθηκε από τον κόσμο. Τελείωσε τη σεζόν με 21 γκολ και έσπασε κι άλλο ρεκόρ, αυτό του σκόρερ της Οσασούνα με τα περισσότερα γκολ σε μια σεζόν στην Πριμέρα. Ένα ρεκόρ που είχε αραχνιάσει, καθώς ήταν από το μακρινό 1935-36 Αυτές οι επιτυχίες δεν πέρασαν απαρατήρητες. Το καλοκαίρι το όνομά του ακούστηκε μέχρι και για τη Ρεάλ Μαδρίτης. Όχι φυσικά για να γίνει βασικούρα, αλλά για να πάρει έναν ρόλο σαν αυτόν του Χοσέλου. Τελικά, ο Κροάτης παρέμεινε στην Παμπλόνα και συνεχίζει για έκτη συνεχόμενη χρονιά εκεί.

Ο Μπούντιμιρ παραμένει ένας προσγειωμένος τύπος, ένας οικογενειάρχης που αγαπά αυτό που κάνει, απολαμβάνει αυτά που έχει καταφέρει με πολύ κόπο και νιώθει στην Παμπλόνα σαν να είναι στο σπίτι του. Είναι χαρακτηριστική η ιστορία όταν πριν μερικά χρόνια, άκουσε μια φωνή να του λέει: «Συγγνώμη, είσαι ο Άντε Μπούντιμιρ;» Ήταν η κυρία Μάρι Κάρμεν, στα 78 της και είχε αργήσει. Έβρεχε, το κρύο ήταν αρκετό (βρισκόμαστε στον Γενάρη) και το ταξί που περίμενε για να έρθει να την πάρει για το νοσοκομείο είχε αργήσει. Φυσικά ήταν οπαδός της Οσασούνα και αμέσως αναγνώρισε τον Κροάτη που περνούσε τυχαία από το ίδιο μέρος. Ο Κροάτης παραδέχτηκε την ταυτότητά του και η κυρία Μάρι Κάρμεν συνέχισε: «Μπορείς να μου κάνεις μια χάρη; Μπορείς να με πας στο νοσοκομείο;» Ο Μπούντιμιρ το έκανε, η κυρία Μάρι Κάρμεν έβγαλε και μια σέλφι για να πείσει τους φίλους και τους συγγενείς της ότι δεν έβγαλε την ιστορία από το μυαλό της και όταν τη δημοσιοποίησε έγραψε: «είναι καλό που η Οσασούνα παίρνει ανθρώπους και όχι σταρ». Δεν είναι ο Σούκερ, δεν είναι ο Μόντριτς ή ο Βίντα, αλλά ο Μπούντιμιρ θα κλείσει μια καριέρα που άφησε το δικό της στίγμα σε έναν σύλλογο.