Ο άνθρωπος που έμενε μέσα στο γήπεδο της Ρεάλ Σοσιεδάδ

Ο κανόνας ήταν απλός: Αν τις Κυριακές που η Ρεάλ Σοσιεδάδ αγωνιζόταν στο Ατότσα έβλεπες ξαφνικά στον ουρανό του Σαν Σεμπαστιάν δυο πυροτεχνήματα, αυτό σήμαινε ότι οι γηπεδούχοι είχαν μόλις σκοράρει. Αν έβλεπες ένα μόνο πυροτέχνημα, τότε το γκολ το είχαν βάλει οι φιλοξενούμενοι. Για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, από τις αρχές των 60s έως το 1993 που η ομάδα μετακόμισε στο Ανοέτα, στο οποίο αγωνίζεται μέχρι και σήμερα, χάρη σε αυτή την ιδιαίτερη παράδοση όλη η πόλη μάθαινε την εξέλιξη του σκορ, ακόμα κι αν δεν είχε πρόσβαση σε κάποια τηλεόραση ή κάποιο ραδιόφωνο. Ο θρύλος λέει πως όλο αυτό ξεκίνησε για χάρη των ψαράδων που ήθελαν να ξέρουν τι γίνεται στον αγώνα ακόμα κι όταν βρίσκονταν μακριά από τη στεριά. Εμπνευστής της ιδέας ήταν ένας απλός οπαδός, ο Πάτσι Αλκόρτα, αλλά από ένα σημείο και μετά υπεύθυνος για το όλο τελετουργικό έγινε ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές, η ψυχή του συλλόγου, ο Αμαντέο Λαμπάρτα.

Λέγεται συχνά ότι μια ομάδα δεν είναι ο πρόεδρος της, ο προπονητής της ή οι παίκτες της. Είναι μόνο οι οπαδοί της, αυτοί που βρίσκονται δίπλα της και στα εύκολα και στα δύσκολα, που την ακολουθούν και τη στηρίζουν χωρίς να κερδίζουν τίποτα ουσιαστικό από αυτή. Αυτή η πρόταση δεν κρύβει πάντα όλη την αλήθεια. Υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις ομάδων που στους οπαδούς προσθέτεις δίπλα και κάποιους ανθρώπους που τυπικά είναι εργαζόμενοι αλλά ουσιαστικά έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στο σύλλογο σε τέτοιο βαθμό που κανένας μισθός δεν μπορεί να ξεπληρώσει. Ο Λαμπάρτα ήταν ένας από αυτούς.


To Aτότσα ήταν το γήπεδο της Ρεάλ Σοσιεδάδ από το 1913 έως το 1993. Εδώ μια φωτογραφία του από τη δεκαετία του 60′

O Αμαντέο Λαμπάρτα Ρέι γεννήθηκε το 1905 σε μια μικρή πόλη κοντά στο Σαν Σεμπαστιάν και στα 20 του μετακόμισε εκεί για χάρη της Ρεάλ Σοσιεδάδ, που δέχτηκε να του δίνει 10 πεσέτες τη μέρα, όσες δηλαδή κέρδιζε ως τότε δουλεύοντας σε ένα τοπικό χυτήριο (η αρχική πρόταση, να δουλεύει ταυτόχρονα σε ένα διάσημο εργοστάσιο καπνού της περιοχής, δεν προχώρησε γιατί ο διευθυντής του εργοστασίου είχε κουραστεί να κάνει χάρες στη διοίκηση, προσλαμβάνοντας συνέχεια νέους παίκτες της). Στα 11 χρόνια που αγωνίστηκε στο κέντρο της ομάδας των Βάσκων πανηγύρισε τρεις φορές το πρωτάθλημα της Γκιπούσκοα, έπαιξε σε ένα τελικό Κυπέλλου Ισπανίας απέναντι στη Μπαρτσελόνα και ήταν μέλος της πρώτης ενδεκάδας που κατέβασε η Ρεάλ Σοσιεδάδ στο πρώτο ισπανικό πρωτάθλημα, που διεξήχθη τη σεζόν 1929-30.

Ο εμφύλιος πόλεμος που ξεκίνησε το 1936 αποτέλεσε και την ταφόπλακα της ποδοσφαιρικής του καριέρας. Όπως οι περισσότεροι νέοι της περιοχής, ο Λαμπάρτα άφησε τα πάντα στην άκρη για να πολεμήσει απέναντι στις εθνικιστικές δυνάμεις του στρατηγού Φράνκο. Σε μια από τις μάχες που έγιναν έξω από το Μπιλμπάο τραυματίστηκε σοβαρά στο μάτι και πιάστηκε αιχμάλωτος. Αρχικά κρατήθηκε σε κάποιο γειτονικό στρατόπεδο συγκέντρωσης ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη φυλακή, όπου και πέρασε μεγάλο μέρος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το τέλος του πολέμου τον βρήκε σε τραγική κατάσταση. Υποσιτισμένος, μονόφθαλμος πλέον και με αρκετά προβλήματα στα χέρια, αναγκάστηκε να στραφεί στο χώρο που του είχε δώσει φαγητό πριν τον εμφύλιο: Το ποδόσφαιρο.

Πρώτα έκανε την ‘πρακτική’ του δουλεύοντας ως βοηθός προπονητή στην αγαπημένη του Ρεάλ Σοσιεδάδ και μετά ανέλαβε καθήκοντα πρώτου προπονητή στη Μπούργκος, την οποία και ανέβασε στην 3η κατηγορία. Η σύντομη προπονητική του καριέρα ολοκληρώθηκε λίγα χρόνια αργότερα στην Παμπλόνα, όπου και κάθισε για δυο σεζόν στον πάγκο της Οσασούνα. Η επιστροφή του στο γήπεδο που αγωνίστηκε για πάνω από μια δεκαετία έγινε το καλοκαίρι του 1952, όταν και έγινε γνωστό πως ο ηλικιωμένος επιστάτης του γηπέδου, ο Φιντέλ Τεράν Βισάριο, θα αποχωρούσε από τη θέση του, μετά από περισσότερα από 40 χρόνια σε εκείνο το πόστο (ήταν επιστάτης του Ατότσα από τη μέρα που εγκαινιάστηκε!). Ο Λαμπάρτα ενδιαφέρθηκε να καλύψει το κενό και από τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς ήταν και επίσημα ο κηπουρός-φροντιστής-άνθρωπος για όλες τις δουλειές στο γήπεδο.

Το πάθος του ‘Ινδιάνου’, όπως ήταν το παρατσούκλι του όσο έπαιζε ποδόσφαιρο, για τη νέα του δουλειά ήταν τέτοιο που λίγο καιρό μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ζήτησε να μετακομίσει μόνιμα στο γήπεδο, σε ένα μικρό χώρο που βρισκόταν ακριβώς πάνω από τα εκδοτήρια. Για τα επόμενα 37 χρόνια, το Ατότσα έγινε το κανονικό σπίτι ενός ανθρώπου που ως τότε το έβλεπε ως “δεύτερο σπίτι”, όπως οι περισσότεροι οπαδοί νιώθουν το γήπεδο της ομάδας τους. Στον ίδιο χώρο ζούσαν μαζί του η γυναίκα του αλλά και η ηλικιωμένη μητέρα του, που συχνά κρεμούσε τη μπουγάδα της οικογένειας στους σωλήνες των κερκίδων.

Στο διάστημα αυτό ο Λαμπάρτα αφιέρωσε ολοκληρωτικά τη ζωή του στη Σοσιεδάδ. Αυτός καθάριζε τις κερκίδες, αυτός έφτιαχνε τις γραμμές, αυτός φρόντιζε το χόρτο, αυτός επισκεύαζε ό,τι χαλούσε, αυτός έκανε καφέδες ή έφερνε χυμούς στους παίκτες, αυτός οργάνωνε το πέταγμα των φωτοβολίδων στα γκολ, αυτός προετοίμαζε το πρωί των αγώνων το γήπεδο για να υποδεχτεί τους φιλάθλους, αυτός έβαζε τις καθημερινές κρυφά τους πιτσιρικάδες μέσα και τους έκανε μια γρήγορη ξενάγηση για να νιώσουν λίγη από τη μαγεία του. Ο τρόπος ήταν απλός: Ήθελες να μπεις στο γήπεδο, να το περπατήσεις, να νιώσεις λίγη από την αίγλη που νιώθουν οι ποδοσφαιριστές; Χτυπούσες την πόρτα του μικρού διαμερίσματος του κυρίου Αμαντέο και αυτός αναλάμβανε τα υπόλοιπα.

Κι αν κάποιοι πιστεύουν πως ένας απλός επιστάτης δεν έχει κάποιο ουσιαστική συνεισφορά στην επιτυχία μιας ομάδας, ο τεράστιος Αλφρέντο ντι Στέφανο μάλλον διαφωνεί. Όταν το 2009 μια βασκική εφημερίδα τον ρώτησε ποιος παίκτης της Σοσιεδάδ τον δυσκόλευε περισσότερο, η απάντηση του θρύλου της Ρεάλ ήταν: “Αυτός που θυμάμαι περισσότερο από όλους ήταν ο επιστάτης του Ατότσα. Ο μονόφθαλμος που φρόντιζε το χόρτο. Ήταν ο καλύτερος γιατί ήξερε πως παίζαμε και γι’αυτό πριν από τη σέντρα έβρεχε περισσότερο κάποια συγκεκριμένα σημεία του αγωνιστικού χώρου και μας δυσκόλευε στην ανάπτυξη. Έκανε διάφορα τέτοια κολπάκια. Κάποιες φορές έπιαναν, κάποιες άλλες όχι.”

Ο παμπόνηρος Αμαντέο Λαμπάρτα έκανε αυτή τη δουλειά μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Με αυτόν ακόμα επιστάτη η Ρεάλ Σοσιεδάδ έζησε τις καλύτερες στιγμές της, τη χρυσή δεκαετία του 80′, όταν και κατέκτησε δυο πρωταθλήματα, ένα κύπελλο κι ένα Σούπερ Καπ. Τον Ιούλιο του 1989 έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 84 ετών, κι έτσι δεν πρόλαβε να ζήσει τη μετακόμιση της ομάδας στο Ανοέτα, ούτε να δει το Ατότσα να ερημώνει και τελικά να κατεδαφίζεται. Ευτυχώς, θα προσθέταμε εμείς, γιατί αν για κάθε οπαδό της ομάδας αυτή ήταν μια πολύ δύσκολη στιγμή, φανταστείτε για κάποιον που έζησε εκεί μέσα ένα μεγάλο μέρος της ζωής του.