Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές η Μπρέντφορντ είναι η πρώτη ομάδα, μετά την Στόουκ το 2008, που έχει σκοράρει 6 γκολ από απευθείας εκτελέσεις πλάγιων άουτ σε ένα ημερολογιακό έτος (μιλάμε για το 2025) έχοντας ακόμα -σχεδόν- ένα δίμηνο για να το «σπάσει» και να κάνει αυτό το ρεκόρ ολότελα δικό της. Ένας από τους βασικούς λόγους αυτού του ρεκόρ, εκτός φυσικά της επιστροφής αυτής της -αρκετά ξεχασμένης στην εποχή μας- τακτικής είναι ο νεαρός Ιταλός δεξιός πλάγιος μπακ Μάικλ Καγιόντε.
Ο Καγιόντε γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μποργκομανέρο των 21.000 κατοίκων, στην επαρχία της Νοβάρας, από Νιγηριανούς, μετανάστες, γονείς πριν από 21 χρόνια και από πολύ μικρός λάτρεψε το ποδόσφαιρο παίζοντας με τους φίλους του -που αλλού;- στους δρόμους. To Μποργκομανέρο απέχει γύρω στα 100 χιλιόμετρα από το Τορίνο και ο μικρούλης, που είχε ξεκινήσει να παίζει ποδόσφαιρο μόλις στα 6 του χρόνια, βρέθηκε πολύ γρήγορα, πριν καλά-καλά κλείσει τα 8, στην φημισμένη ακαδημία της Γιουβέντους. Εκεί άρχισε να παίρνει τα πρώτα του μαθήματα για το ποδόσφαιρο αλλά και για τη ζωή μιας και έπρεπε από τόσο μικρός να διαχειριστεί πολλά στην πάντα εύθραυστη ψυχοσύνθεση ενός παιδιού.
Για χρόνια έπρεπε κάθε μέρα να πηγαίνει στο σχολείο στις 08:00 το πρωί, στις 14:00 το μεσημέρι έπρεπε να φεύγει για το Τορίνο, στις 17:00 ξεκινούσε η προπόνηση και στις 20:00 έφευγε και πάλι για το σπίτι του. Όλα αυτά με το λεωφορείο, θυσιάζοντας το σημαντικότερο πράγμα για ένα τόσο μικρό παιδί. Το παιχνίδι με τους φίλους του και τις στιγμές με τους γονείς του. Την ώρα που τα απογεύματα των περισσότερων φίλων του κυλούσαν με παιχνίδι και ανεμελιά για τον μικρό, εκκολαπτόμενο, ποδοσφαιριστή υπήρχε μόνο η μπάλα και τα όνειρα που αυτή γεννά για μία επαγγελματική καριέρα και ένα καλύτερο αύριο. Ο μικρούλης άλλωστε είχε αποφασίσει από εκείνη την τρυφερή ηλικία ότι αυτό ήθελε να κάνει στη ζωή του. Επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Έπαιζε κυρίως στην άμυνα και -όπως ο ίδιος έχει πει- οι πρώτοι του «ήρωες» ήταν ο Κιελίνι και ο Μπονούτσι. Ήταν μάλιστα στα τυχερά παιδιά καθώς είχε βρεθεί το 2013, στα 8 του χρόνια, να κρατάει το χέρι του Μπονούτσι στο παιχνίδι απέναντι στη Μπάγερν Μονάχου σε προημιτελικό Τσάμπιονς Λιγκ στα παιδάκια που συνοδεύουν τις ενδεκάδες κατά τη είσοδο στον αγωνιστικό χώρο. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα λαμπερά φώτα και τις ιαχές του πλήθους» θα πει χρόνια αργότερα έχοντας βάλει για τα καλά εκείνη τη στιγμή στην καρδιά του.
Στα 14 του χρόνια θα φύγει για την Γκοζάνο, στην Serie D, και εκεί θα ξεκινήσει να γίνεται σιγά-σιγά κανονικός ποδοσφαιριστής. «Ήταν ένα βήμα πίσω για να μπορέσω να πάω μετά δύο και τρία εμπρός» θα πει σε μία άκρως εύστοχη αλλά και ώριμη δήλωση. Εκεί θα μείνει για μία σεζόν (2020-2021) και θα βοηθήσει τα μέγιστα τους -ως επί το πλείστων- ερασιτέχνες συμπαίκτες του να κερδίσουν την άνοδο, πριν τον τσιμπήσει η Φιορεντίνα για την U-19 σε μία περίοδο που προπονητής εκεί ήταν ο Αλμπέρτο Ακουϊλάνι. Ένας άνθρωπος που τον βοήθησε πολύ για να κατανοήσει καλύτερα το ποδόσφαιρο και τις πολυδιάστατες τακτικές του.
Στις 16 Ιουλίου του 2023, και αφού έχει φτιάξει το όνομά του με την U-19 της Φιορεντίνα, θα τον μάθει μια μεγάλη μερίδα του ποδοσφαιρικού κοινού καθώς θα σκοράρει με κεφαλιά το μοναδικό γκολ στον τελικό απέναντι στην Πορτογαλία. Ήταν για το EURO U-19 της Μάλτας με τον ίδιο να βιώνει το πρώτο του σπουδαίο συναίσθημα, από το ποδόσφαιρο φυσικά. «Ήταν κάτι μαγικό. Νιώθεις ότι έχεις ένα ολόκληρο έθνος στις πλάτες σου. Δίνεις χαρά σε εκατομμύρια ανθρώπους και εύχομαι να ζήσω ανάλογες στιγμές και με την κανονική ομάδα στο μέλλον». Ένα μήνα αργότερα θα κάνει το ντεμπούτο του και με την ανδρική ομάδα των «Βιόλα» στο 4-1 απέναντι στην Τζένοα, ως αλλαγή, και από τότε, με αργά αλλά σταθερά βήματα, δεν θα κοιτάξει ποτέ ξανά πίσω στην καριέρα του. Ο τραυματισμός του Ντοντό, ενός παίκτη που τον βοήθησε πολύ στα πρώτα του βήματα για να καταλάβει καλύτερα τη θέση, θα του δώσει χώρο με τον ίδιο να αρπάζει την ευκαιρία και να πραγματοποιεί μία πολύ καλή σεζόν. Για την Serie A το 2023-2024 (σε 26 εμφανίσεις) είχε 30 επιτυχημένα τάκλιν (2ος στην ομάδα) με 11 από αυτά να είναι στο επιθετικό τρίτο. Είχε 18 κλεψίματα (4ος στην ομάδα), 66 επιτυχημένες σέντρες (2ος στην ομάδα) έχοντας παράλληλα και 371 επαφές στο επιθετικό τρίτο (4ος και εδώ στην ομάδα του) ξεκινώντας από την αμυντική γραμμή σε μία σεζόν που η Φιορεντίνα έφτασε μέχρι και τον τελικό του Κόνφερενς Λιγκ χάνοντας από τον Ολυμπιακό, με τον ίδιο να μένει στον πάγκο καθώς ο Ντοντό είχε επιστρέψει.

«Μου αρέσει να είμαι ένας επιθετικός πλάγιος μπακ. Θέλω να τρέχω, να βγάζω ένταση και να προσπαθώ να δίνω βοήθειες συνεχώς και στην επίθεση. Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο για να σταθείς δεν αρκεί να είσαι καλός μόνο στην άμυνα, αν είσαι μπακ, αλλά ούτε μόνο στην επίθεση, αν είσαι επιθετικός» Ο Ακουϊλάνι τον βοήθησε πολύ σε αυτό το κομμάτι του παιχνιδιού και του έδωσε και πολλές πληροφορίες για το αγγλικό ποδόσφαιρο μιας και είχε περάσει από τη Λίβερπουλ σε μία δύσκολη περίοδο για τους «κόκκινους». Ο Καγιόντε άλλωστε είχε όνειρο από πολύ μικρός να αγωνιστεί στα γήπεδα της Πρέμιερ Λιγκ. Κάπως έτσι, τον Ιανουάριο του 2025, όταν ο Τόμας Φρανκ θα τον φέρει δανεικό για το υπόλοιπο της σεζόν στην Μπρέντφορντ ο νεαρός Ιταλός θα γίνει, σε μία στιγμή, ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στο Νησί. Οι εμφανίσεις του θα πείσουν τον προπονητή των «μελισσών» να τον φέρει στην ομάδα με κανονική μεταγραφή στο τέλος της σεζόν και σε αυτό κομβικό ρόλο έπαιξε και ο προπονητής στατικών φάσεων της ομάδας, ο Κιθ Άντριους.
Ο σχολαστικός Άντριους ήξερε ότι ο νεαρός Ιταλός είχε πολύ δυνατές και καλά ζυγισμένες εκτελέσεις πλαγίων άουτ και άρχισε να δουλεύει εντατικά μαζί του σε αυτό τον τομέα για να βρει ακόμα ένα επιθετικό «όπλο» για την ομάδα. Γνώριζε άλλωστε πολύ καλά πως για να πετύχει μία ομάδα όπως η Μπρέντφορντ (που ανήκει στους μικρομεσαίους και δεν μπορεί να κάνει μεταγραφές πολλών δεκάδων εκατομμυρίων) πρέπει να εκμεταλλευτεί οτιδήποτε διαθέτει, με τις στατικές φάσεις να μπαίνουν για τα καλά στο «κάδρο». Από το καλοκαίρι του 2025, και μετά την φυγή του Φρανκ για την Τότεναμ, ο Άντριους έγινε ο πρώτος προπονητής της Μπρέντφορντ και ο Καγιόντε ένα από τα αγαπημένα του πρωτοπαλίκαρα κάνοντας την ομάδα από το προάστιο του Λονδίνου μία εκ των καλύτερων ομάδων σε στατικές φάσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Σύμφωνα με την Opta τα πλάγια άουτ του Καγιόντε έχουν δημιουργήσει 2,1 xG περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο πλάγιο μπακ στην Πρέμιερ Λιγκ. Ο νεαρός Ιταλός έχει αγωνιστεί βασικός και στα 11 παιχνίδια της ομάδας του έχοντας εκτελέσει 47 πλάγια με 62% ακρίβεια ενώ τα 12 από αυτά έχουν οδηγήσει σε κάποια τελική και τα 3 έχουν γίνει γκολ. Μετράει επίσης 86% ευστοχία στις πάσες, έχει δημιουργήσει 15 ευκαιρίες για τους συμπαίκτες του, έχει 19 επιτυχημένα τάκλιν. 11 κλεψίματα, 51 ανακτήσεις και 60% στις κερδισμένες μονομαχίες τόσο σε έδαφος όσο και στον αέρα, έχοντας και 0.12 xΑ για κάθε 90 λεπτά που αγωνίζεται. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους με τον ίδιο να είναι σταθερά στους παίκτες με την υψηλότερη βαθμολογία της ομάδας του σε κάθε αγωνιστική. Μιας ομάδας που δεν δέχεται γκολ από στατική φάση σχεδόν ποτέ με τον Καγιόντε να δίνει τρομερές βοήθειες και σε αυτό το κομμάτι ως ένας έξτρα στόπερ με το πάθος και την αθλητικότητα που τον διακρίνει. Μιλάμε για έναν πλάγιο μπακ που μπορεί με μεγάλη άνεση να πατήσει όλη την πλευρά και με overlap και underlap να δίνει συνεχώς βοήθειες στην επίθεση, να πρεσάρει με ένταση και να κινηθεί μοναδικά και πιο εσωτερικά δίπλα στους κεντρικούς μέσους αλλά και χαμηλά ως τρίτος στόπερ και για να αμυνθεί, είναι εξαιρετικός και στο να καλύπτει χώρο, αλλά και για να βοηθήσει στο build up της ομάδας του κουβαλώντας την μπάλα. Ένας σύγχρονος μπακ που μπορεί να μιλάμε τον τελευταίο καιρό για όλα αυτά που κάνει εξαιρετικά με τα χέρια αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι εξαιρετικός και με τα πόδια (για ποδοσφαιριστή μιλάμε άλλωστε).
H Mπρέντφορντ βρίσκεται αυτή τη στιγμή στην 12η θέση με 16 βαθμούς και σύμφωνα με τους xPoints θα έπρεπε να βρίσκεται στην 5η θέση με 18,54 κάτι που δείχνει λίγο καλύτερα την αξία της και αυτά που κάνει φέτος στο γήπεδο. Από την άλλη ο νεαρός που το 2024 είχε ψηφιστεί καλύτερος Ιταλός παίκτης κάτω των 21 ετών συνεχίζει να της δίνει πολλά, σε άμυνα και επίθεση, βοηθώντας την να κάνει όσο καλύτερη πορεία μπορεί για να πάρει και ο ίδιος ό,τι του αναλογεί από την «πίτα» της επιτυχίας. Αν συνεχίσει έτσι η μέρα που θα κληθεί και στην εθνική ανδρών δεν φαντάζει μακρινή, όπως μακρινή δεν πρέπει να φαντάζει και η μεταγραφή σε μία μεγαλύτερη ομάδα. Ο Καγιόντε άλλωστε δεν έχει κανένα ταβάνι στα όνειρά του και έχει αποδείξει ότι καταφέρνει να τα κάνει πραγματικότητα.

