Εφτά. Τόσοι ήταν οι παίκτες στην ιστορία του Τσάμπιονς Λιγκ που είχαν συμμετοχή σε 5 γκολ σε έναν αγώνα. Στη λίστα υπάρχουν ονοματάρες όπως του Μέσι, του Κριστιάνο και του Νεϊμάρ. Σε αυτή τη λίστα προστέθηκε πριν λίγες ημέρες και ο σημερινός μας πρωταγωνιστής. Είναι μόλις 23 ετών, αλλά δεν τον λες άπειρο. Το αντίθετο. Μεγάλωσε σε μια γνώστη ευρωπαϊκή ομάδα, έκανε το μεγάλο άλμα σε ένα τεράστιο κλαμπ, δεν τα κατάφερε τόσο καλά εκεί και πήγε σε μια ομάδα που λατρεύουμε να αγαπάμε και αυτή λατρεύει να δίνει ευκαιρίες σε παίκτες και να τους οδηγεί να παίζουν το καλύτερο ποδόσφαιρό τους. Σήμερα θα μιλήσουμε για τον Σαρλε ντε Κετελάρε. Ναι, με “ε” στο τέλος, όπως μας ενημερώνει ο ίδιος:
Ο ντε Κετελάρε γεννήθηκε στην όμορφη Μπριζ της Φλάνδρας, αλλά αντί να ασχοληθεί με την τέχνη ή κάτι άλλο, ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο. Από τα εφτά του μόλις χρόνια πήγε στις ακαδημίες της τοπικής (και ιστορικής) ομάδας. Αγαπούσε το ποδόσφαιρο, αγαπούσε την ομάδα και τους θρύλους της, αλλά ήταν καλός και σε άλλα πράγματα. «Έπαιζα πολύ τένις, αλλά έπαιζα και ποδόσφαιρο. Η επιλογή ήταν εύκολη για μένα γιατί μου άρεσε να παίζω ποδόσφαιρο με τους φίλους μου. Χάρη στο τένις όμως, έμαθα να συγκεντρώνομαι και να έχω καλύτερο συντονισμό. Στο τένις αν κάνεις ένα λάθος, δεν μπορείς να κατηγορήσεις κάποιον άλλον». Και όταν λέμε έπαιζε τένις, όχι για να περνάει η ώρα απλώς. Είχε κερδίσει αρκετά τουρνουά νέων και όλοι έλεγαν ότι είχε μεγάλο ταλέντο και μέλλον στο άθλημα.
Δυνατό forehand
Τελικά τον κέρδισε το ποδόσφαιρο, ενώ η αδερφή του ασχολήθηκε επαγγελματικά με το τένις. Έπαιξε σε όλες τις κατηγορίες των μικρών με την αγαπημένη του ομάδα, για 11 χρόνια ήταν στις ακαδημίες του συλλόγου, μέχρι που έφτασε και στην 1η της ομάδα σε έναν αγώνα κυπέλλου του 2019. Ο Σάρλε δεν είχε την ευκολότερη πορεία, καθώς αντιμετώπισε αρκετά προβλήματα τραυματισμών όταν ήταν πιτσιρικάς. Η απότομη ανάπτυξή του, το ύψος που έβαλε, δημιούργησε αρκετά θέματα και τελικά ο Βέλγος έφτασε να κοιτάζει τον κόσμο από το 1.92. Ύψος που σε κάποιες θέσεις μπορεί να είναι πλεονέκτημα, σε άλλες ίσως δεν είναι ό,τι το καλύτερο στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Κι όμως, ο ντε Κετελάρε κατάφερε να κουμαντάρει το κορμί του (ίσως το τένις, όπως είδαμε να λέει κι ο ίδιος) με εξαιρετικό τρόπο και να συνδυάζει το πολύ μυαλό με το ταλέντο του. Ο συντονισμός στις κινήσεις τον έχει κάνει αρκετά ελαστικό για το σώμα του.
Σε εκείνη την πρώτη του σεζόν στην Μπριζ δεν πήρε τόσα πολλά παιχνίδια, αλλά έδειξε ότι είχε το απαραίτητο ταλέντο για να σταθεί σε μια ομάδα πρωταθλητισμού. Κατέκτησε το πρώτο από τα τρία συνεχόμενα πρωταθλήματά του και τις επόμενες δύο σεζόν οι εμφανίσεις του ήταν πολλές και πολύ καλύτερες. Πολύ γρήγορα έγινε το next best thing του βελγικού ποδοσφαίρου. Κατέκτησε μάλιστα τον τίτλο του “μεγαλύτερου ταλέντου της χώρας” σε όλα τα αθλήματα, τίτλο που είχε κατακτήσει ο Λουκάκου προηγουμένως. Πλέον ήταν σίγουρο ότι θα ακολουθούσε ποδοσφαιρική καριέρα και έτσι οι σπουδές στη Νομική της Γάνδης μπήκαν στον πάγο. Ο Σάρλε έπαιξε σε διάφορες θέσεις ανάλογα με τις ανάγκες της Μπριζ, αλλά ο καλύτερος ρόλος του ήταν πάντα αυτός του 10αριού/δεύτερου επιθετικού. Τον Νοέμβριο του 2020, πριν καν κλείσει τα 20 του χρόνια, έκανε ντεμπούτο στην εθνική Βελγίου και μερικούς μήνες αργότερα σκόραρε το πρώτο του γκολ από ασίστ του ντε Μπρόινε.
Οι εμφανίσεις οδήγησαν σε ενδιαφέρον ξένων ομάδων, με σημαντικότερο αυτό της Λιντς Γιουνάιτεντ. Η αγγλική ομάδα έκανε την καλύτερη προσφορά και επέμεινε πολύ, δείχνοντας ότι ήθελε τον παίκτη. Ο Βέλγος όμως περίμενε κάτι καλύτερο. Υπήρχε ενδιαφέρον και από άλλους αγγλικούς συλλόγους, όπως η Γουέστ Χαμ και η Νιόυκαστλ, αλλά προτάσεις δεν ήρθαν. Η μετακόμιση στην Αγγλία φαινόταν μονόδρομος, ο Σάρλε όμως είχε πίστη ότι το ενδιαφέρον της Μίλαν θα γινόταν και πρόταση. Ο μάνατζέρ του δούλεψε σκληρά για να μετουσιωθεί το ενδιαφέρον σε κανονική πρόταση. Αυτό συνέβη, αλλά η προσφορά της Μίλαν ήταν χαμηλότερη από τα “θέλω” της Μπριζ. Η μεταγραφή φάνηκε να χαλάει, αλλά ο ντε Κετελάρε επέμεινε και τελικά έγινε το δικό του. Η Μπριζ πήρε λιγότερα, αλλά ο παίκτης έκανε το όνειρό του πραγματικότητα τον Αύγουστο του 2022.
Η Μπριζ κατέκτησε το Σούπερ Καπ με τον νεαρό να μην παίζει λίγο πριν ολοκληρωθεί η μεταγραφή του, αλλά ο Σάρλε το πανηγύρισε με την ψυχή του μαζί με τους οπαδούς, παίρνοντας ένα μεγάφωνο και ξεκινώντας συνθήματα στο δικό του αντίο μετά από 120 ματς με την αγαπημένη του ομάδα. Ήταν μόλις 21 και βρισκόταν στο Μιλάνο και σε μια από τις μεγαλύτερες ομάδες του κόσμου για ένα ποσό περίπου στα 35 εκατομμύρια.
Τα πράγματα στο Μιλάνο δεν πήγαν όπως θα ονειρευόταν. Τα νούμερά του ήταν κάτι παραπάνω από πενιχρά. Έπαιξε σε 40 παιχνίδια συνολικά, με Μ.Ο. κάτω από 40 λεπτά ανά αγώνα (κυρίως αναπληρωματικός) και το μόνο που είχε να επιδείξει στη στατιστική ήταν 1 ασίστ στο πρωτάθλημα. Τίποτα παραπάνω. Ήταν δύσκολη η προσαρμογή; Ήταν ευθύνη του προπονητή; Δικιά του; Πολλά μπορεί να πει ο καθένας, αλλά μέσα σε μια σεζόν από το σούπερ ταλέντο του Βελγίου που κατάφερε να αποκτήσει η Μίλαν χάρη στις προσπάθειες, μεταξύ άλλων, και του Μαλντίνι, έγινε ένα βαρίδι για τους ροσονέρι. Η κριτική ήταν μεγάλη.
Μετά από μόλις έναν χρόνο στο Μιλάνο, ο ντε Κετελάρε βρισκόταν σε ένα δύσκολο σταυροδρόμι, μαζί του και η Μίλαν. Εκεί ήρθε ένας άνθρωπος να κάνει τη διαφορά. Ο ασπρομάλλης τύπος στον πάγκο της Αταλάντα, ο κύριος Γκασπερίνι. «Χάρη στις συμβουλές του και στις τακτικές του γνώσεις, η οπτική μου για το ποδόσφαιρο εξελίχθηκε. Έπρεπε να γίνω πρωταγωνιστής με γκολ και ασίστ, αλλά και να πρεσάρω, να παίζω καλά ως φορ. Με τη δουλειά που κάνω στην Αταλάντα βρίσκομαι στην καλύτερη κατάσταση που ήμουν ποτέ», θα πει ο Βέλγος στα μέσα της περασμένης σεζόν.
Ψηλός, βαρύς, αλλά και ελαστικός με τρομερές εμπνεύσεις
Ο άνθρωπος που σε 40 συμμετοχές είχε μία ασίστ στη Μίλαν, στο ίδιο πρωτάθλημα την επόμενη χρονιά σκόραρε 10 φορές και έδωσε 8 ασίστ. Και φυσικά ήταν εκεί σε όλη την πορεία της Αταλάντα μέχρι τον τελικό του Γιουρόπα Λιγκ στο Δουβλίνο και τον θρίαμβο επί της Μπάγερ Λεβερκούζεν. Ο Σάρλε δεν έσωσε απλώς την καριέρα του, έφτασε στο καλύτερο επίπεδο της καριέρας του. Και φέτος συνεχίζει έτσι. Η Αταλάντα τον ήθελε φυσικά, παζάρεψε όσο μπορούσε την τιμή της ρήτρας και τελικά τον έκανε δικό της μόνιμα. Παίζει στο Τσάμπιονς Λιγκ ξανά, σκοράρει, μοιράζει ασίστ και σε μια χρονιά πολύ ιδιαίτερη στη Serie A, βρίσκεται προς το παρόν στην κορυφή του ιταλικού πρωταθλήματος και κάνει όνειρα για την κατάκτησή του.
Ο Βέλγος είναι ένας από τους παίκτες που στα χέρια του Γκασπερίνι βρίσκονται στην καλύτερή τους κατάσταση. Δημιουργεί, βγάζοντας ασίστ και key passes, σκοράρει, κινείται έξυπνα ψάχνοντας το γκολ ή τη δημιουργία του γκολ. «Ναι, είμαι διαφορετικός στο χορτάρι. Παίζω με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και πιο ψηλά στο γήπεδο, κάτι που με κάνει να νιώθω καλύτερα. Ο προπονητής δίνει πολλή δομή στην ομάδα, είναι ξεκάθαρο σε κάθε ματς τι πρέπει να κάνουμε με τον αντίπαλο. Αυτή η δομή μάς δίνει και αυτοπεποίθηση να κερδίσουμε το παιχνίδι», θα δηλώσει. Το πού μπορεί να φτάσει ο ντε Κετελάρε είναι δύσκολο να το πει κανείς. Όπως λέει κι ο Ζβόνιμιρ Μπόμπαν, τα φώτα πέφτουν στον Λούκμαν γιατί αυτός είναι το μεγάλο αστέρι. Ο Βέλγος είναι πιο αργός. Έχει όμως βρει τον ρόλο του, έχει βρει τη χαρά του παιχνιδιού ξανά και την ψυχολογία. Η Αταλάντα κατάφερε ξανά να περιβάλλει έναν ποδοσφαιριστή με τις απαραίτητες συνθήκες για να αποδώσει.