“Θέλω να πεθάνω μια Κυριακή που η Κορίνθιανς θα κερδίσει ένα τρόπαιο.”
Σύμφωνα με τις περισσότερες αναφορές, η δήλωση αυτή έγινε το 1983 κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης. Δυστυχώς αυτή η πληροφορία δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ. Οι συγγενείς και οι φίλοι του λένε πάντως πως η ατάκα αυτή ειπώθηκε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μετά από κάποιο κλασικό ξενύχτι που περιλάμβανε μπόλικο αλκοόλ, πολλά τσιγάρα, καλή μουσική και ατέλειωτες ώρες συζήτησης. Κανείς δεν θα μάθει ποτέ αν πράγματι η ευχή αυτή εκστομίστηκε πραγματικά ή αν ήταν ένα ακόμα κομμάτι του τεράστιου μύθου που συνοδεύει τον παίκτη, το σίγουρο όμως είναι ότι ο Σόκρατες Μπραζιλέιρο Σαμπάιο δε Σόουζα Βιέιρα ντε Ολιβέιρα άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 57 ετών σ’ένα νοσοκομείο του Σαο Πάουλο τα ξημερώματα της Κυριακής 4 Δεκεμβρίου 2011.
Το ίδιο απόγευμα η Κορίνθιανς αντιμετώπιζε την Παλμέιρας και ήθελε ένα βαθμό για να πανηγυρίσει το 5ο πρωτάθλημα της ιστορίας της. Το παιχνίδι ήταν κακό αλλά οι γηπεδούχοι πέτυχαν το στόχο τους και με ένα ξενέρωτο 0-0 κατέκτησαν τον τίτλο. Πριν από την έναρξη του αγώνα (και όλων των αγώνων εκείνης της αγωνιστικής) κρατήθηκε ενός λεπτού σιγή. Κατά τη διάρκεια του οι παίκτες της Κορίνθιανς, το τεχνικό της τιμ και όλοι οι οπαδοί στις κερκίδες στεκόταν όρθιοι με τη δεξιά γροθιά σηκωμένη, μια κίνηση που συνήθιζε να κάνει ο Σόκρατες μετά από κάποιο γκολ.
Όπως αποκάλυψε ο τηλεοπτικός φακός, αρκετοί από τους θεατές, ειδικά οι πιο ηλικιωμένοι, δεν άντεξαν και ξέσπασαν σε κλάματα. Η Κορίνθιανς δεν έχασε απλά έναν σπουδαίο παλαίμαχο, έχασε τον παντοτινό ηγέτη της, που την πήρε από το χέρι και την μετέτρεψε σε κάτι μεγαλύτερο από ένα ποδοσφαιρικό σύλλογο. Και το έκανε αυτό με τον δικό του τρόπο, έναν τρόπο που δεν μπορούσαν στην αρχή να αποδεχτούν ούτε οι ίδιοι οι οπαδοί της.
Ήταν Αύγουστος του 1978 όταν ο Σόκρατες έμπαινε για πρώτη φορά στο προπονητικό κέντρο της Κορίνθιανς. Η μεταγραφή του από τη Μποταφόγκο είχε προκαλέσει αίσθηση στη Βραζιλία, μιας και στο κυνήγι του παίκτη, που θεωρούταν ένα από τα ανερχόμενα αστέρια της χώρας, βρισκόταν και η Σαο Πάουλο. Όταν ο 24χρονος μέσος έκανε τις πρώτες του δηλώσεις, η πρώτη ερώτηση ήταν η αναμενόμενη, αυτή που ακούμε ακόμα και σήμερα σχεδόν σε κάθε μεταγραφή: “Ήταν το παιδικό όνειρο σου να παίξεις στην Κορίνθιανς;”
Εκεί λοιπόν, μπροστά από δεκάδες δημοσιογράφους, τις τηλεοπτικές κάμερες και αρκετούς οπαδούς που είχαν πάει για να υποδεχτούν το νέο απόκτημα της ομάδας, ο Σόκρατες απάντησε με απόλυτη ειλικρίνεια, δείχνοντας ότι δεν είναι ένας συνηθισμένος παίκτης που θα πει αυτά που θέλει να ακούσει ο κόσμος: “Όχι, δεν ήμουν ποτέ οπαδός της Κορίνθιανς. Ίσα-ίσα, υποστήριζα πάντα τη Σάντος του Πελέ. Αλλά τώρα είμαι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και ήρθα εδώ για να βοηθήσω την ομάδα και να κάνω τη δουλειά μου”. (Όσοι γνώριζαν τον Σόκρατες, δεν παραξενεύτηκαν καθόλου απ’αυτή την… κρίση ειλικρίνειας. Μιλάμε άλλωστε για έναν παίκτη που μετά από ένα πέναλτι που καταλογίστηκε υπέρ του, πλησίασε τον διαιτητή και του είπε ότι δεν υπήρχε καμία παράβαση, με αποτέλεσμα να ακυρωθεί η εκτέλεση.) Το πρώτο ‘χτύπημα’ είχε δοθεί από την πρώτη κιόλας μέρα. Οι οπαδοί της Κορίνθιανς σάστισαν.
Από τη μέρα της ίδρυσης της, η Κορίνθιανς είχε συνδυαστεί με τους φτωχούς, τους εργάτες, τους μετανάστες και τους Αφρο-Βραζιλιάνους της πόλης που προερχόταν συνήθως από τις φτωχές βόρειες περιοχές της χώρας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ιδρύθηκε το 1910 από μια παρέα που περιλάμβανε εργάτες, μπογιατζήδες και τσαγκάρηδες, που για να αγοράσουν την πρώτη τους μπάλα χρειάστηκε να κάνουν έρανο σε όλη τη γειτονιά. Με τα χρόνια η ομάδα μεγάλωσε, απέκτησε τεράστιο κοινό (αυτή τη στιγμή είναι 2η σε οπαδούς στη Βραζιλία, με το νούμερο να ξεπερνάει τα 30 εκατομμύρια!) και κατέκτησε αρκετούς τίτλους στην περιφέρεια του Σαο Πάουλο. Η αγάπη και η τρέλα των οπαδών για την ομάδα ήταν τέτοια, που ακόμα και τη μεγάλη περίοδο που η ‘Τιμάο’ έμεινε μακριά από οποιονδήποτε τίτλο (από το 1954 έως το 1977), οι οπαδοί της αυξάνονταν συνεχώς.
Στο μυαλό των ‘Πιστών’, όπως είναι το όνομα ενός εκ των μεγαλύτερων συνδέσμων, οι παίκτες της Κορίνθιανς πρέπει πάνω απ’όλα να έχουν πάθος, να ζούνε για την ομάδα όπως αυτοί και να δίνουν τα πάντα στο γήπεδο. Η μαγική λέξη γι’αυτούς ήταν η “raça”, που είναι ένας συνδυασμός πίστης, δέσμευσης και θάρρους. Σύμφωνα με ένα δημοσιογράφο της εποχής, στο δίλημμα “Τι προτιμάτε; Έναν ταλαντούχο παίκτη-αρτίστα που θα μπορεί να κάνει το κάτι παραπάνω και ταυτόχρονα θα προσφέρει και θέαμα ή ένα τίμιο παίκτη-εργάτη, με περιορισμένες δυνατότητες που όμως θα τρέχει ασταμάτητα και θα πέφτει σε κάθε φάση με αυτοθυσία;” οι περισσότεροι θα διάλεγαν ασυζητητί τον δεύτερο.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ήταν αναπόφευκτο πως ο Σόκρατες έμοιαζε τελείως αταίριαστος. Ένας ψηλός, αδύνατος, τύπος με εμφάνιση χίπη, που δεν πανηγύριζε τα περισσότερα γκολ του, που συνήθιζε να ξενυχτάει ακόμα και πριν από τους αγώνες, που θεωρούσε το ποδόσφαιρο κάτι μεταξύ χόμπι και τέχνης που πρέπει να παίζεται με μαεστρία και να έχει στόχο την ομορφιά, που έδειχνε χαλαρός και άνετος (σε βαθμό που κάποιοι το εκλάμβαναν ως αδιαφορία) ακόμα και στα πιο κρίσιμα παιχνίδια, που μισούσε το τρέξιμο, που μέχρι πριν ένα χρόνο στη Μποταφόγκο εμφανιζόταν μόνο στους αγώνες γιατί οι περισσότερες προπονήσεις έπεφταν πάνω στα μαθήματα ιατρικής που σπούδαζε ταυτόχρονα σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια της χώρας.
Μέσα στα επόμενα χρόνια, η σχέση του Σόκρατες με αρκετούς από τους οπαδούς της ‘Τιμάο’ θα περνούσε από αμέτρητα κύματα. Κάποιες φορές θα τον λάτρευαν σαν Θεό, ειδικά όταν οδηγούσε την ομάδα σε συνεχόμενες νίκες, κάποιες άλλες θα τον μισούσαν με πάθος, φτάνοντας σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και στο να σπάσουν το αμάξι του και να τον αναγκάσουν να φυγαδευτεί από τα αποδυτήρια με τη βοήθεια της αστυνομίας. “Ο πρώτος καιρός στην Κορίνθιανς ήταν τρομακτικός. Ήταν όλα πολύ επιθετικά. Υπέφερα όσο ποτέ ξανά στη ζωή μου. Ήταν σαν να σε πατάει ένα φορτηγό, ξανά και ξανά. Κάθε μέρα!”
Η πρώτη επιτυχία θα έρθει το 1979, όταν ο Σόκρατες θα πανηγυρίσει τον πρώτο του τίτλο, το Καμπεονάτο Παουλίστα (εκείνη την εποχή τα περιφερειακά πρωταθλήματα με τα πολλά μαζεμένα τοπικά ντέρμπι είχαν ακόμα μεγαλύτερη δυναμική από το εθνικό πρωτάθλημα). Με 25 γκολ σε 52 ματς, εκ των οποίων ένα στον τελικό απέναντι στην Πόντε Πρέτα, ο ‘Γιατρός’ θα κερδίσει για πρώτη φορά τους οπαδούς και θα αποδείξει ότι μπορεί να καθοδηγήσει το σύλλογο χωρίς να χρειαστεί να αλλάξει το στυλ του. Παρά την τεράστια πίεση του κόσμου αποκλειστικά για νίκες, το παιχνίδι του θα παραμείνει ίδιο: Εγκεφαλικό, χαλαρό, χωρίς πολλές εξάρσεις, με πολλές πινελιές θεάματος. Τα τακουνάκια θα γίνουν το σήμα κατατεθέν του και θα τα τελειοποιήσει τόσο, που σ’ένα φιλικό για φιλανθρωπικό σκοπό θα βγάλει όλο το παιχνίδι ακουμπώντας τη μπάλα μόνο με τακουνάκι!
Οι κόντρες και οι διαμάχες πάντως θα συνεχιστούν και τα επόμενα χρόνια και όχι μόνο με τους οπαδούς. Οι περισσότερες και πιο μεγάλες θα είναι με τον πρόεδρο, Βισέντε Ματέους, που για χρόνια ήταν το απόλυτο αφεντικό στην Κορίνθιανς, έχοντας αποκτήσει και το παρατσούκλι “μικρός δικτάτορας”. Οι διαφωνίες του Σόκρατες με τον Ματέους θα γίνουν ρουτίνα, θα οδηγήσουν ουκ ολίγες φορές τον ‘Γιατρό’ σε διάφορες ριζοσπαστικές αποφάσεις, όπως το να αρνηθεί να προπονηθεί, να αρνηθεί να παραλάβει τα μπόνους του και να απειλήσει να φύγει από την ομάδα και τελικά θα καταλήξουν στο κίνημα που θα τον ρίξει από την εξουσία και θα μεταφέρει την ευθύνη της λήψης όλων των αποφάσεων σε όλα τα μέλη του συλλόγου (από τον αρχηγό μέχρι τον φροντιστή και τη μαγείρισσα, όλοι είχαν δικαίωμα ψήφου), ένα κίνημα που όλος ο πλανήτης πλέον γνωρίζει ως ‘Κορινθιακή Δημοκρατία’.
Όσο η ‘Κορινθιακή Δημοκρατία’ γινόταν πιο γνωστή και ξεπερνούσε τα στενά όρια του ποδοσφαίρου σε μια χώρα που πλησίαζε τα 20 χρόνια κάτω από διδακτορικό καθεστώς, στο χόρτο ο Σόκρατες και οι συμπαίκτες του ανέβαζαν στροφές συνεχώς. Σύμφωνα με αρκετούς εξ αυτών, το ιδιαίτερο αυτό πρότζεκτ επηρέασε και την απόδοση όλων, αφού ένιωθαν πλέον ότι είναι χρέος τους να πετύχουν και αγωνιστικά, μιας και η Κορίνθιανς είχε πλέον στραμμένα πάνω της όλα τα φώτα της προσοχής και ήταν καθημερινό αντικείμενο σχολιασμού και σε αθλητικό αλλά και σε πολιτικό επίπεδο. Κανένας δεν ήθελε να καταρρεύσει μια τόσο σημαντική προσπάθεια σε μια τόσο κρίσιμη πολιτικά περίοδο για τη χώρα, εξαιτίας μιας αγωνιστικής αποτυχίας.
Μέσα στα επόμενα χρόνια η Κορίνθιανς πρωταγωνιστούσε παντού, αφού εκτός από τα κοινωνικά μηνύματα που περνούσε σε κάθε παιχνίδι της, κέρδισε δυο συνεχόμενες φορές το πρωτάθλημα Παουλίστα, το 1982 και το 1983, συνδυάζοντας το μάλιστα με ωραίο, επιθετικό ποδόσφαιρο. Ο Σόκρατες τέλειωσε και τις δυο χρονιές μέσα στους πρώτους σκόρερ της ομάδας, βρίσκοντας δίχτυα και στους δυο τελικούς με τη Σαο Πάουλο. “Εκείνη ήταν η καλύτερη ομάδα που έχω παίξει επειδή ξέφευγε από το ποδόσφαιρο. Οι πολιτικές μας νίκες είναι πολύ πιο σημαντικές από τις νίκες μας ως παίκτες. Ένα ματς τελειώνει στο 90′ αλλά η ζωή συνεχίζεται”.
Με τα κατορθώματα του εντός γηπέδου και την ηγετική παρουσία του εντός και εκτός του χόρτου, ο ‘Γιατρός’ κατάφερε όχι μόνο να κερδίσει τον κόσμο της ομάδας αλλά να αλλάξει σε μεγάλο βαθμό και το ποδοσφαιρικό DNA της. Για πρώτη φορά στην ιστορία της η Κορίνθιανς είχε κάποιον που ξεχώριζε τόσο απ’όλους τους υπόλοιπους, κάποιον παίκτη αρτίστα που έκανε τη διαφορά χωρίς να χρειαστεί ποτέ να υπερβάλλει, κάποιον που έβγαινε μπροστά με αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία και έδειχνε το δρόμο. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές κινήσεις του Σόκρατες, εκτός από τον πανηγυρισμό με τη σηκωμένη γροθιά, ήταν αυτή που έπαιρνε τη μπάλα στα χέρια μετά από ένα γκολ που δεχόταν η ομάδα του και την πήγαινε στη σέντρα, κάνοντας νόημα σε όλο το γήπεδο να ηρεμήσει, λέγοντας ουσιαστικά πως όλα είναι υπό έλεγχο.
Λίγους μήνες μετά την κατάκτηση του δεύτερου συνεχόμενου τίτλου, την άνοιξη του 1984, ο Σόκρατες είπε ουσιαστικά αντίο στην αγαπημένη του, πλέον, Κορίνθιανς. Η μεγάλη προσπάθεια τόσων ετών ώστε να προκηρυχθούν ξανά ελεύθερες εκλογές είχε φτάσει στο πιο κομβικό της σημείο. Λίγες μέρες πριν από την κρίσιμη ψηφοφορία, περισσότεροι από 1 εκατομμύριο άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στο Σαο Πάουλο για να υπενθυμίσουν στους εκπροσώπους τους στη Βουλή πως η πλειοψηφία θέλει η χώρα να επιστρέψει στη δημοκρατία.
Ανάμεσα στους ομιλητές βρισκόταν και ο Σόκρατες, για τον οποίο κυκλοφορούσε η φήμη ότι βρίσκεται στο στόχαστρο αρκετών Ιταλικών ομάδων, που του πρόσφεραν πολλά περισσότερα χρήματα από αυτά που έπαιρνε στην πατρίδα του. Μέσα σε κλίμα ευφορίας και αισιοδοξίας, ο αρχηγός της Κορίνθιανς βγήκε μπροστά σ’όλο αυτό τον κόσμο και ανακοίνωσε πως αν η πρόταση υπερψηφιστεί, θα απορρίψει τις προτάσεις που έχει και θα παραμείνει στη Βραζιλία, για να βοηθήσει κι αυτός όπως μπορεί τη χώρα στην προσπάθεια που θα κάνει να επιστρέψει στη δημοκρατία και την κανονικότητα. Η ανακοίνωση συνοδεύτηκε από αμέτρητες κραυγές ενθουσιασμού. Η χαρά δεν κράτησε όμως πολύ.
H τροπολογία δεν πέρασε για μόλις 22 ψήφους. Περισσότεροι από 100 βουλευτές απείχαν από τη διαδικασία, λόγω άμεσων ή έμμεσων απειλών που είχαν δεχτεί από το καθεστώς όλο το προηγούμενο διάστημα. Η Βραζιλία έπρεπε να περιμένει πέντε ακόμα χρόνια για να ζήσει ελεύθερες εκλογές. Λίγους μήνες μετά από την ιστορική εκείνη συγκέντρωση, ο Σόκρατες έμπαινε στο αεροπλάνο για τη Φλωρεντία. Η αποχώρηση του σήμαινε και το τέλος της ‘Κορινθιακής Δημοκρατίας’, αφού χωρίς αυτόν απέναντι του ο πρώην πρόεδρος Βισέντε Ματέους ανέκτησε γρήγορα την εξουσία στην ομάδα.
Μέσα στις επόμενες δεκαετίες η Κορίνθιανς γιγαντώθηκε κι άλλο και κέρδισε σχεδόν τα πάντα. Λίγο καιρό πριν, έκανε ξανά την εμφάνιση του ο μεγάλος Σόκρατες, έστω και με τη μορφή αγάλματος στις κερκίδες. Κάποιοι οπαδοί εκμεταλλεύτηκαν την περίσταση και έφτιαξαν στα γρήγορα ένα πανό, που είχε σηκωθεί για πρώτη φορά τον Δεκέμβρη του 1983 από τον ‘Γιατρό’ και τους συμπαίκτες του. Αυτό έλεγε: “Να κερδίζεις ή να χάνεις, αλλά πάντα με δημοκρατία”.