Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου. Τόπος: Ραμόν Σάντσεθ Πιθχουάν. Ο κόσμος έχει κατακλύσει το ιστορικό γήπεδο της Σεβίλλης για να υποστηρίξει την ομάδα του απέναντι στους πρωταθλητές Αγγλίας για τα νοκ-άουτ του Τσάμπιονς Λιγκ στη φάση των ’16’. Μόνο που δεν πρόκειται να δει ούτε την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ούτε την Τσέλσι, ούτε την Λίβερπουλ (αυτές οι τρεις δεν πήραν καν μέρος στη φετινή διοργάνωση) αλλά ούτε κάποια εκ των Άρσεναλ, Τότεναμ (που αποκλείστηκε στη φάση των ομίλων) ή τη νεόπλουτη Μάντσεστερ Σίτι. Οι Ισπανοί θα φορέσουν τα “καλά” τους για να αντιμετωπίσουν την Λέστερ. Μια ομάδα που πέρσι μπορεί να πραγματοποίησε το απόλυτο ποδοσφαιρικό θαύμα, μα φέτος έβγαλε στα γήπεδα της Πρέμιερ Λιγκ τον πραγματικό της εαυτό.
Τι σημαίνει αυτό; Μα φυσικά πως η Λέστερ -ό,τι και να γίνει- θα είναι καταδικασμένη να παλεύει για να σωθεί και όχι για να κάνει πρωταθλητισμό. Και αυτό κάνει φέτος από την αρχή της σεζόν (μετά από 25 αγωνιστικές βρίσκεται μόλις στο +1 από τη ζώνη του υποβιβασμού). Οι παραδόσεις άλλωστε είναι για να διατηρούνται, πάντα με μικρές παρενθέσεις διαφορετικού, όπως η περσινή χρονιά. Προσωπικά, θεωρώ πως θα καταφέρει να μείνει στην Πρέμιερ Λιγκ, έστω και αρκετά δύσκολα, αλλά και έτσι να γίνει πάλι θα μιλάμε για μια αποτυχημένη χρονιά. Ας μην γελιόμαστε. Εκτός κι αν γίνει κάτι συγκλονιστικό στην Ευρώπη. Να προχωρήσει δηλαδή μέχρι τα ημιτελικά ή έστω τα προημιτελικά. Για να σας πω την αλήθεια, αυτό είναι κάτι που εγώ το θέλω πολύ και θα το πανηγυρίσω υπερβολικά αν -και εφόσον- συμβεί.
Η Σεβίλλη των 5 Γιουρόπα Λιγκ (κάτι που αποτελεί ρεκόρ για τη διοργάνωση) μπορεί σίγουρα να κοιτάξει αφ’ υψηλού την ομάδα του Ρανιέρι, αν και κάτι μου λέει πως ο προπονητής των Ισπανών, Xόρχε Σαμπαόλι, έχει κάνει απολύτως κατανοητό στους παίκτες του πως δεν πρέπει κανείς τους να υποτιμήσει τους πληγωμένους Άγγλους. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, δεν πρόκειται να περάσει καθόλου, μα καθόλου, ευχάριστα η Ισπανική ομάδα. Η Λέστερ μπορεί να είχε ένα σχετικά εύκολο όμιλο (ακόμα και ως πρωτάρα) και να πήρε την πρώτη θέση, μα απέναντι στη Σεβίλλη δεν θα είναι το φαβορί και αυτό η συμμορία του Κλαούντιο Ρανιέρι το γνωρίζει πολύ καλά. Κάτι που είναι αρκετά ιδιαίτερο όταν κάποιος “πρώτος” αντιμετωπίζει κάποιον “δεύτερο”. Και αυτό είναι κάτι που μπορεί να λειτουργήσει υπέρ της και όχι εναντίον της. Ο Ρανιέρι γουστάρει σίγουρα τον ρόλο του αουτσάιντερ και φυσικά γνωρίζει καλύτερα απ’ τον καθένα αυτό που πολλοί ίσως να μην έχουν δει ή καταλάβει. Ποιο είναι αυτό; Μα πως στην Ευρώπη προχώρησε όχι η φετινή Λέστερ, αλλά η περσινή.
Εκείνη η ομάδα δηλαδή που έδινε πολύ χώρο στον αντίπαλο, πίεζε σαν δαιμονισμένη και σε “σκότωνε” στην κόντρα με τους δυνατούς και γρήγορους επιθετικούς της. Στην Αγγλία αυτό δεν μπόρεσε να βγει στο γήπεδο φέτος (και συνεχίζει να μη βγαίνει) μιας και η απουσία του Ν’ Γκολό Καντέ άφησε τεράστιο κενό στον άξονα, αλλά και οι αντίπαλοι αντιμετωπίζουν πλέον τη Λέστερ ως την περσινή πρωταθλήτρια που “όλοι θέλουν να κερδίσουν” κάτι που -δυστυχώς για τις “αλεπούδες”- το καταφέρνουν κιόλας. Στην Ευρώπη αυτό δεν βγήκε στο χορτάρι. Ούτε η απουσία του Καντέ έγινε ιδιαίτερα αισθητή (κάτι που είναι όντως παράδοξο), ούτε φυσικά και οι ομάδες που είχε στον όμιλο της η Λέστερ ήταν εξαιρετικά δυνατές και έτσι (λανθασμένα) δεν έδωσαν περισσότερους χώρους στους Άγγλους, ουσιαστικά προσπαθώντας να τους βγάλουν έξω απ΄το δικό τους στυλ παιχνιδιού, σε μια προσπάθεια που θα μπορούσε -και λόγω απειρίας- να προκαλέσει σύγχυση. Βέβαια δεν ξέρω κατά πόσο μπορούσε να το κάνει αυτό η Κοπεγχάγη, η Μπριζ ή ακόμα και η Πόρτο. Η λογική λέει πως δεν μπορούσαν και γι’ αυτό και δεν το έκαναν. Δεν είναι καθόλου τυχαίο επίσης πως η Λέστερ στις 5 πρώτες αγωνιστικές είχε δεχθεί μονάχα ένα τέρμα (απ’ την Μπριζ στην Αγγλία) και τα δέχθηκε όλα μαζεμένα στο αδιάφορο τελευταίο παιχνίδι κόντρα στην Πόρτο (5-0 οι “δράκοι”). Ήταν ολοφάνερο: H περσινή συνταγή της Λέστερ είχε δουλέψει εξαιρετικά φέτος στην Ευρώπη.
Ο Σαμπαόλι έχει σίγουρα στο μυαλό του αυτή τη σπαζοκεφαλιά. Η Σεβίλλη είναι μια άκρως ποιοτική ομάδα με παίκτες όπως ο Νασρί, ο Κορέα, ο Γκάνσο, ο Γιόβετιτς και ο Ν’ Ζονζί και μπορεί σίγουρα να επιβάλλει το παιχνίδι της απέναντι στην Λέστερ. Είναι όμως αυτό αρκετό για την πρόκριση; Ή μήπως θα πρέπει να ρισκάρει παίζοντας πιο συντηρητικά, δίνοντας περισσότερες μπάλες στην Λέστερ, βάζοντάς τη ουσιαστικά σε ένα στυλ παιχνιδιού που την δυσκολεύει -αποδεδειγμένα- στο Αγγλικό πρωτάθλημα. Από την άλλη, γεννάται ακόμα ένα ρητορικό ερώτημα. Μπορεί να το κάνει αυτό η Σεβίλλη;
H φιλοσοφία του “επαναστάτη” Αργεντινού προπονητή είναι σίγουρα το επιθετικό ποδόσφαιρο και όπως και να προσαρμόζει τα συστήματα και τις τακτικές του ανάλογα με τον αντίπαλο (κάτι που προσωπικά λατρεύω να βλέπω), το κύριο χαρακτηριστικό των Ισπανών είναι οι οργανωμένες επιθέσεις και όχι ο κλεφτοπόλεμος. Ακόμα και όταν το σύστημα είναι αρκετά πιο κοντά στο 3-6-1 από το 4-3-3 (ή 3-4-3). Απ’ την άλλη ο Ρανιέρι και η δική του Λέστερ ίσως μόνο με παιχνίδι αντεπιθέσεων και με βαθιές μπαλιές θα μπορέσουν να επιβιώσουν και να κυνηγήσουν τις όποιες πιθανότητες έχουν για να βρεθούν στα προημιτελικά. Οτιδήποτε διαφορετικό θα με ξαφνιάσει πολύ.
Λογικά η μεγαλύτερη μερίδα του φίλαθλου κοινού δεν περιμένει αυτή την αναμέτρηση, μα για μένα αυτό το ζευγάρι είναι από αυτά “που πρέπει να δεις”. Ένα ζευγάρι δίχως το μεγάλο όνομα για όλους αυτούς που λατρεύουν το ποδόσφαιρο και τις τακτικές του. Ένα ποδόσφαιρο που στηρίζεται απόλυτα στο σύνολο και τα συστήματα του εκάστοτε προπονητή και δεν καταδυναστεύεται από παίκτες-σπουδαίες προσωπικότητες που βρίσκονται υπερβολικά πάνω από το σύνολο. Και η Λέστερ και η Σεβίλλη είναι δύο ομάδες που μπορεί να διαθέτουν αρκετούς καλούς και ποιοτικούς παίκτες, με τη Σεβίλλη να έχει περισσότερους από δαύτους, αλλά δεν υπάρχει κανένας σούπερ σταρ -με την πραγματική έννοια του όρου- σε αυτές. Προγνωστικά δεν μπορώ να κάνω γι’ αυτό το ζευγάρι αλλά κάτι μου λέει πως αυτές οι δύο αναμετρήσεις θα είναι άκρως απολαυστικές ακόμα και αν δούμε δύο λευκές ισοπαλίες. Κάτι που -για να πω την αλήθεια- δεν το νομίζω. Από την άλλη ίσως αυτή να είναι η πρώτη και τελευταία φορά που βλέπουμε τη Λέστερ στο Τσάμπιονς Λιγκ, κάτι που από μόνο του δίνει ένα ιδιαίτερα ρομαντικό ποδοσφαιρικό “άρωμα” στις δύο αναμετρήσεις. Aς τις απολαύσουμε.