Στα 90s το Καμπιονάτο ήταν το όνειρο των περισσότερων ποδοσφαιριστών στον κόσμο. Τη σεζόν 1995-96 η Μίλαν είχε μπροστά τον νικητή της Χρυσής Μπάλας, Γουεά, και τον Μπάτζιο, η Γιουβέντους τον Βιάλι, τον Ντελ Πιέρο και τον Ραβανέλι, η Φιορεντίνα τον Μπατιστούτα και τον Μπαιάνο, η Σαμπντόρια τον Μαντσίνι και τον Κιέζα, η Ρόμα τον Μπάλμπο και τον Ντελβέκιο, η Πάρμα τους Στόιτσκοφ και Τζόλα και η Ουντινέζε τον Μπίρχοφ. Κι όμως, στο τέλος εκείνου του πρωταθλήματος πρώτος σκόρερ αναδείχθηκε κάποιος που έπαιξε πρώτη φορά στη Σέριε Α ένα χρόνο πριν, στα 27 του! Ένας επιθετικός που αγωνιζόταν στη Μπάρι, μια από τις ομάδες που υποβιβάστηκαν. Ήταν ο πρώτος και μοναδικός ως τώρα που έχει κατακτήσει το βραβείο παίζοντας σε ομάδα που έπεσε κατηγορία.
Ο Ίγκορ Πρότι έκανε τα πρώτα ποδοσφαιρικά του βήματα στα 80s στην ομάδα της πόλης του, το Ρίμινι. Η ομώνυμη ομάδα αγωνιζόταν στην 3η κατηγορία και ο μικρός έκανε το ντεμπούτο του σε ηλικία μόλις 16 ετών. Δυο χρόνια αργότερα η Λιβόρνο ενδιαφέρθηκε γι’αυτόν και στα 18 του αποφάσισε να φύγει για πρώτη φορά από το σπίτι του. Τα τρία χρόνια που έκατσε εκεί ήταν υπεραρκετά για να δεθεί με την πόλη, το σύλλογο και τον κόσμο του αλλά ταυτόχρονα να φτιάξει κι ένα καλό όνομα στην αγορά της 3ης κατηγορίας. Το καλοκαίρι του 1988 αποχώρησε από το Λιβόρνο για λόγους ανωτέρας βίας. Η διοίκηση χρειαζόταν χρήματα για να καλυφθεί το πιστοποιητικό συμμετοχής και ο 21χρονος επιθετικός της, που είχε βρει δίχτυα 14 φορές την προηγούμενη σεζόν, ήταν ο μόνος που μπορούσε να φέρει άμεσα λεφτά στα ταμεία.
Λίγο πριν φύγει από την πόλη ο Πρότι υποσχέθηκε στους κοντινούς του ανθρώπους πως κάποια στιγμή θα επιστρέψει. “Από μικρός είχα αυτό το χαρακτηριστικό. Να ερωτεύομαι τις ομάδες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Μου αρέσει η ιδέα ότι μπορώ να βοηθήσω αυτούς που έχουν υποφέρει πολύ και έχουν χαρεί λίγο από το ποδόσφαιρο. Γι’αυτό όταν έφυγα από το Λιβόρνο είχα πάντα στο μυαλό ότι μια μέρα θέλω να γυρίσω για να βοηθήσω να φτάσει ψηλότερα από εκεί που ήταν”.
Μέχρι να έρθει όμως εκείνη η ώρα έπρεπε να φροντίσει την καριέρα του. Κι αυτό μπορούσε να γίνει με έναν μόνο τρόπο: Έπρεπε να συνεχίσει να σκοράρει. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια βοήθησαν να καθιερωθεί ως ένας επιδέξιος εκτελεστής της 2ης και 3ης κατηγορίας. Στο τέλος κάθε σεζόν το κοντέρ του έπιανε εύκολα ή δύσκολα διψήφιο αριθμό. Το 1992 πήγε στη Μπάρι και μαζί της έζησε αυτό που για τον ίδιο έμοιαζε ακατόρθωτο μερικά χρόνια πριν. Μια άνοδο στο Καμπιονάτο. Στα 27 του τρύπησε το ταβάνι που πίστευαν πολλοί πως είχε. Ανάμεσα τους κι ένας αρκετά γνωστός άνθρωπος του ποδοσφαίρου. Ο Αρίγκο Σάκι ήταν προπονητής στη Ρίμινι όταν ο πιτσιρικάς Ίγκορ έψαχνε τις πρώτες του ευκαιρίες. “Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι κάποια στιγμή είχε πει στη διοίκηση ότι κατά τη γνώμη του πολύ δύσκολα θα μπορέσω να παίξω πάνω από την 3η κατηγορία. Δεν είχε άδικο τότε. Αλλά με πείσμωσε και από εκείνη τη μέρα δούλεψα όσο περισσότερο μπορούσα για να φτάσω όσο πιο ψηλά γίνεται”.
Ακόμα και μετά την άνοδο λίγοι πίστευαν ότι ένας επιθετικός που ως τότε έβρισκε δίχτυα μόνο στα γηπεδάκια της επαρχίας θα μπορέσει να σταθεί στο επίπεδο του Καμπιονάτο εκείνης της εποχής. Πίστευε όμως ο ίδιος κι αυτό αρκούσε. Στην παρθενική του χρονιά εκεί πανηγύρισε 7 φορές. Ένα αξιοπρεπέστατο νούμερο για κάποιον που δοκιμαζόταν πρώτη φορά απέναντι σε τέτοιους αντιπάλους και έπαιζε σε ομάδα που πάλευε για τη σωτηρία. Τη δεύτερη χρονιά ήρθε η εκτίναξη.
Ένα από τα πιο θεαματικά του γκολ σε ένα Μπάρι-Φιορεντίνα
Στις πρώτες τέσσερις αγωνιστικές είχε πανηγυρίσει ήδη 6 φορές! Τις τρεις απέναντι στη Λάτσιο. Την ώρα που η άμυνα της Μπάρι έμοιαζε στα περισσότερα παιχνίδια σαν ελβετικό τυρί (είχε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στο πρωτάθλημα), η επίθεση πετούσε φωτιές χάρη στη συνεργασία του Πρότι με τον Σουηδό Κένετ Άντερσον. Ο Ιταλός εκτελούσε ασταμάτητα και με όλους τους πιθανούς τρόπους. Αν και η ειδικότητα του ήταν το να τρυπώνει μέσα στην περιοχή και να σκοράρει από κοντά πριν προλάβουν οι αμυντικοί να καταλάβουν πώς βρέθηκε εκεί, η γκάμα του περιλάμβανε πολλούς ακόμα τρόπους. Ήταν καλός εκτελεστής πέναλτι, είχε την απαραίτητη ταχύτητα για να εκμεταλλευτεί οποιαδήποτε αντεπίθεση, δεν είχε πρόβλημα στο ψηλό παιχνίδι παρά το ότι δεν ήταν πρώτο μπόι και είχε καλό και δυνατό σουτ που του επέτρεπε να σκοράρει από μακρινές αποστάσεις. Σαν τελευταίο εξτραδάκι, έβρισκε δίχτυα ακόμα κι από φάουλ. Στη συλλογή των γκολ του μπορείς να βρεις από κοντινές προβολές μέχρι θεαματικά γυριστά και άπιαστα, δυνατά σουτ από μέση απόσταση στο παραθυράκι της εστίας.
Στο τέλος της χρονιάς τα νούμερα του ήταν εντυπωσιακά: 24 γκολ σε 33 συμμετοχές σε μια ομάδα που υποβιβάστηκε. Πέντε γκολ συνολικά απέναντι στη Λάτσιο, τρία στη Γιουβέντους, 2 στην Ίντερ και από ένα στις ισχυρότατες τότε Πάρμα και Φιορεντίνα. Κι όλα αυτά με λίγες εκτελέσεις πέναλτι.
Ο Ιγκόρ Πρότι είχε προστεθεί και επίσημα σε μια αγαπημένη, ιταλική λίστα που περιλαμβάνει γκολτζήδες της επαρχίας. Ανθρώπους της διπλανής πόρτας, πιο λαϊκά. Επιθετικούς που δεν ξεκίνησαν από κάποια φημισμένη ακαδημία, δεν μεγάλωσαν μέσα στην άνετη αγκαλιά κάποιου ισχυρού συλλόγου, δεν έγιναν ποτέ τα πρώτα ονόματα στη μαρκίζα του πρωταθλήματος και δεν έπαιρναν ένα σκασμό λεφτά αλλά είχαν τον τρόπο τους στο «παστέλωμα», ανεξαρτήτως κατηγορίας, αντιπάλου και κατάστασης του χόρτου και του γηπέδου. Ποδοσφαιριστές όπως ο Ντάριο Χούμπνερ, ο Κριστιάν Ριγκάνο και αργότερα ο Φραντσέσκο Καπούτο. “Για εμένα το να παίζω στη Σέριε Α ήταν κάτι το φανταστικό από όλες τις απόψεις. Δεν μπορεί να συγκριθεί η εμπειρία με τα χρόνια στην 3η κατηγορία. Εκεί το ποδόσφαιρο είναι διαφορετικό. Κάθε εκτός έδρας αγώνας για έναν επιθετικό είναι σαν πόλεμος. Οι αμυντικοί είναι ικανοί να κάνουν τα πάντα για να σε σταματήσουν.”
Μια τέτοια χρονιά δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Η υποβιβασμένη Μπάρι δεν είχε τα φόντα να κρατήσει έναν «καποκανονιέρε». O Σέρτζιο Κρανιότι της Λάτσιο κινήθηκε πρώτος και για πρώτη φορά ο Πρότι βρέθηκε σε μια ομάδα με πραγματικά υψηλές βλέψεις. Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν ιδανικά. Οι λατσιάλι είχαν διάφορα εσωτερικά θέματα εκείνη την περίοδο, έκαναν κακή αρχή στο πρωτάθλημα και το χειμώνα άλλαξαν προπονητή. Ο Πρότι ξεκίνησε βασικός μόνο σε 16 παιχνίδια, μπήκε αλλαγή σε άλλα 11 και παρ’ότι κατάφερε και σκόραρε 7 φορές οι ιθύνοντες δεν πείστηκαν ότι είναι η λύση που χρειάζονται για το σκοράρισμα.
Ο πανηγυρισμός στο πιο διάσημο γκολ του με τη Λάτσιο. Ένα γκολ ισοφάρισης στο τελευταίο λεπτό σε ένα ντέρμπι με τη Ρόμα
Ο μάνατζερ του προσπάθησε να τον πάει σε κάποια άλλη μεγάλη ομάδα, πριν χαθεί το μομέντουμ από την προηγούμενη σεζόν, αλλά η τύχη δεν ήταν σύμμαχος του. “Μιλήσαμε με την Ίντερ και τα βρήκαμε σε όλα”, θυμάται ο ίδιος, “το μόνο που έλειπε ήταν να πουληθεί ο Ζαμοράνο που ήταν τότε να φύγει. Τελικά ομάδα δεν βρέθηκε, ο Ζαμοράνο έμεινε και η συμφωνία μας ακυρώθηκε.” Λίγο αργότερα ενδιαφέρθηκε η Νάπολι. Οι δυο ομάδες συμφώνησαν εύκολα στο δανεισμό του και στα 30 του βρέθηκε να φοράει για ένα χρόνο τη θρυλική γαλάζια φανέλα με το 10 στην πλάτη. Εκείνη η Νάπολι όμως δεν είχε καμία σχέση με την παρέα του Μαραντόνα. Η ομάδα τερμάτισε τελευταία και ο Πρότι με τα 6 γκολ του χάθηκε μέσα στη γενικότερη τραγικότητα.
Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από τη Ρετζιάνα, όπου αποκαταστάθηκε η επαφή του με τα δίχτυα, έφτασε η ώρα να εκπληρώσει την υπόσχεση του. Το πεπρωμένο τον καλούσε. Σε μια εποχή που ακόμα και στη Σέριε Β οι ικανοί ποδοσφαιριστές έβρισκαν καλά λεφτά ο Ίγκορ Πρότι έβαλε στην άκρη τις εκκλήσεις του πορτοφολιού του και επέστρεψε εκεί που ήξερε ότι τον αγαπούν. Το καλοκαίρι του 1999 έλυσε το πλουσιοπάροχο συμβόλαιο του για να πάει να παίξει στην 3η κατηγορία με τη Λιβόρνο με απολαβές που με το ζόρι έφταναν το 1/3 των χρημάτων που θα έπαιρνε αν έμενε στη Ρετζιάνα. “Η Λιβόρνο δεν ήταν μια απλή ομάδα για μένα. Ήταν σαν δεύτερο σπίτι μου. Δεν ένιωθα ποδοσφαιριστής εκεί. Ένιωθα ένας από αυτούς στην κερκίδα και στην πόλη. Θα μπορούσα να πάω οπουδήποτε αλλά ήθελα να είμαι με τους ανθρώπους μου. Να τελειώσω την καριέρα μου εκεί που ένιωθα ότι ανήκω.”
Τα λεφτά που έχασε δεν συγκρίνονται με αυτά που κέρδισε τα επόμενα έξι χρόνια. Όλο το προηγούμενο διάστημα που αυτός έκανε τουρνέ σκοραρίσματος στην Ιταλία, η Λιβόρνο παρέμενε στην 3η κατηγορία. Για την ακρίβεια, βρισκόταν σταθερά καθηλωμένη εκεί από το 1972! Με την επιστροφή του χαρισματικού επιθετικού όλα άλλαξαν. Την πρώτη σεζόν το κοντέρ του σταμάτησε στα 11. Τη δεύτερη έφτασε στα 26. Χάρη σε αυτά ο σύλλογος έφτασε μια ανάσα από την άνοδο. Η τρίτη ήταν και η φαρμακερή. O «τσάρος», όπως ήταν το παρατσούκλι του, έγραψε 27 γκολ σε 31 αγώνες, αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα και οδήγησε την ομάδα στη λυτρωτική άνοδο. Μετά από 30 ολόκληρα χρόνια η Λιβόρνο είχε επιτέλους ξεκολλήσει.
Ο Πρότι διδάσκει τον σωστό τρόπο για να πανηγυρίσεις ένα εκτός έδρας γκολ στα τελευταία λεπτά που σε ανεβάζει κατηγορία
Η αποστολή του όμως δεν είχε ολοκληρωθεί. Ο νέος αρχηγός σκόραρε 23 γκολ στην επιστροφή της ομάδας στη Σέριε Β και αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ και σε αυτή την κατηγορία. Είναι μόλις ο δεύτερος παίκτης στην ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου, μαζί με τον Χούμπνερ, που έχει βγει πρώτος σκόρερ και στις τρεις κατηγορίες! Τα γκολ του δεν ήταν αρκετά για να ανεβάσουν με τη μια τη Λιβόρνο αλλά έδειξαν σε όλους ότι όταν έχεις μπροστά μια τέτοια μηχανή του γκολ, τότε μπορεί πράγματι να γίνει. “Όταν κέρδισα το βραβείο του πρώτου σκόρερ στη β’ εθνική αλλά δεν καταφέραμε να ανεβούμε, αποφάσισα να αποσυρθώ. Όταν το έμαθε ο κόσμος, αμέτρητοι άνθρωποι με έπιασαν και προσπάθησαν να με μεταπείσουν. Ακόμα και ο πρόεδρος και οι συμπαίκτες μου ήρθαν και μου το ζήτησαν. Έτσι σκέφτηκα να δοκιμάσω άλλη μια φορά”.
Η απόφαση αποδείχτηκε σωστή. Ο Πρότι απέκτησε έναν αξιόλογο σύντροφο στην επίθεση, τον Κριστιάνο Λουκαρέλι που αργότερα θα γινόταν κι αυτός θρύλος του συλλόγου, και μαζί οδήγησαν τον σύλλογο στα μεγαλεία του Καμπιονάτο. Ο Λουκαρέλι έβαλε 29 γκολ, ο Πρότι πρόσθεσε άλλα 24 και η Λιβόρνο έγραψε ιστορία επιστρέφοντας στην κορυφαία κατηγορία μετά από 54 χρόνια. Στα 37 του ο «Τσάρος» θα έπαιζε για μια ακόμα φορά στη Σέριε Α. Μια τελευταία φορά αλλά τώρα ως αρχηγός με μια ομάδα που ένιωθε ως δική του.
Πρότι και Λουκαρέλι: Το δίδυμο των γκολ
Η Λιβόρνο στάθηκε αξιοπρεπέστατα στην κατηγορία, δεν κινδύνεψε σε κανένα σημείο και στο τέλος πλασαρίστηκε στην 9η θέση, μια από τις καλύτερες στην ιστορία της. Ο Πρότι τέλειωσε τη χρονιά με 7 γκολ σε 30 εμφανίσεις σε όλες τις διοργανώσεις, επιβεβαιώνοντας ότι ακόμα και σε αυτή την ηλικία και σε ένα τόσο απαιτητικό επίπεδο το ένστικτο του σπουδαίου γκολτζή βρίσκει τρόπο να κάνει την εμφάνιση του. Στο αποχαιρετιστήριο παιχνίδι του απέναντι στη Γιουβέντους αντικαταστάθηκε λίγο πριν το φινάλε, την ώρα που περίπου 20.000 θεατές τον χειροκροτούσαν όρθιοι για αρκετά λεπτά. Εννοείται πως όσο πρόλαβε να παίξει μπόρεσε να βρει και δίχτυα, με μια εντυπωσιακή για το ύψος του κεφαλιά.
Λίγο πριν βγει από τον αγωνιστικό χώρο κατευθύνθηκε προς τον Λουκαρέλι και του παρέδωσε το περιβραχιόνιο. Ο δικός του κύκλος είχε ολοκληρωθεί. Χάρισε λεφτά για να μπορέσει να φορέσει ξανά αυτή τη φανέλα, κουβάλησε την ομάδα σε δυο ανόδους, έβαλε 123 γκολ σε 6 χρόνια από τα 32 έως τα 38 του. Αγάπησε και αγαπήθηκε από πολλούς. Η πόλη τον βράβευσε σε μια μεγάλη τελετή ενώ λίγους μήνες μετά η διοίκηση απέσυρε τη φανέλα με το νούμερο 10. Μετά από επιθυμία του η απόφαση αυτή ανακλήθηκε αργότερα. Ήθελε οι νεότεροι που ονειρεύονται να φορέσουν μια μέρα αυτό το «βαρύ» νούμερο να μπορούν να κάνουν κάποια στιγμή το όνειρο τους πραγματικότητα.
Η επιστροφή του στο γήπεδο της Λιβόρνο αρκετά χρόνια μετά
Οι περισσότεροι εικάζουν ότι το μόνο παράπονο του θα ήταν το ότι έπεσε πάνω σε μια ταλαντούχα φουρνιά παικτών κι έτσι δεν κλήθηκε ποτέ στην εθνική Ιταλίας. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι δεν είναι αυτό, αν και σε κάποιες συνεντεύξεις έχει βγάλει μια πικρία που, για το γαμώτο βρε αδερφέ, ο Σάκι δεν τον κάλεσε έστω για ένα φιλικό τη σεζόν που βγήκε πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα. “Το μόνο μου παράπονο είναι ότι ο πατέρας μου, αυτός που έμαθε τα πάντα και μου πέρασε την αγάπη του για το ποδόσφαιρο, δεν πρόλαβε να με δει να παίζω στο Καμπιονάτο. Πέθανε ένα χρόνο πριν.”
Όταν πριν λίγα χρόνια τον ρώτησε ένας δημοσιογράφος ποια συμβουλή θα έδινε στα νέα παιδιά που παίζουν ποδόσφαιρο η απάντηση του ήταν: “Προσεγγίστε τον κόσμο του ποδοσφαίρου με πάθος, με ένα πνεύμα θυσίας και μια αίσθηση ότι ανήκετε στη φανέλα που φοράτε. Το τελευταίο πράγμα που πρέπει να σκεφτείς είναι ότι το ποδόσφαιρο είναι ένας τρόπος για να βγάλεις εύκολα χρήματα. Δούλεψε σκληρά και απόλαυσε το, γιατί ανεξάρτητα από την κατηγορία που θα παίξεις, αν το κάνεις με πάθος μπορείς να διασκεδάσεις παντού. Δεν χρειάζεται να φτάσεις στη Σέριε Α. Μπορείς να περάσεις καλά παίζοντας ένα παιχνίδι με φίλους”.