Ζωή κλεμμένη

Εκεί ψηλά στους πρόποδες του μαγικού βουνού στα 850μ υψόμετρο, ιδανικό για Ολυμπιακή προετοιμασία, τίποτα δεν έχει αλλάξει – μοιάζει σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος. Τα δωμάτια έχουνε πάντα την ίδια ανεκτίμητη θέα, αλλά και την ίδια δωρική διαρρύθμιση: τέσσερα λιτά κρεββάτια και από ένα κομοδίνο συν μια ντουλάπα για τον κάθε ένοικο. Κάθε άθλημα έχει τους δικούς του κοιτώνες, οι κολυμβητές με τους κολυμβητές, οι παλαιστές με τους παλαιστές, οι αθλητές του στίβου όλοι μαζί κοκ. Εξάλλου, είναι όλοι τους έφηβοι και ταγμένοι στον κοινό σκοπό: να προκριθούν και κυρίως να διακριθούν στους Ολυμπιακούς αγώνες.

Οι κολυμβήτριες, από την δεκαετία του ’80 ήδη, ήταν ανέκαθεν η μεγάλη ελπίδα για να ακουστεί η «Μασσαλιώτιδα» στα πέρατα της οικουμένης. Και ο Κριστόφ  ομοσπονδιακός προπονητής, ο αρχιτέκτονας των μεταλλίων, θεωρούνταν ο μεγάλος δάσκαλος, το μεγαλύτερο ατού στον επίπονο δρόμο για την Ολυμπιακή καταξίωση.

«Από την πρώτη στιγμή προσπάθησε να κοντρολάρει την ερωτική μας ζωή – τα αγόρια δεν ξέρουν την τύφλα τους μου έλεγε, μπορώ να είμαι πατέρας σου και φίλος σου συνέχιζε. Ήμουν μόλις δεκατριών ετών. Αν τυχόν με έβλεπε να χαριεντίζομαι με κάποιον συνομήλικο μου, έκανε την ζωή μου κόλαση»

Τα κορίτσια έπρεπε να προπονούνται σχεδόν αξημέρωτα, μετά να κάνουν μαθήματα και το μεσημέρι πάλι προπόνηση. Μετά το δείπνο είχαν ελεύθερο χρόνο και τότε ήταν που λάμβαναν  κλήσεις για να πάνε στην σάουνα, κάθε μέρα και άλλο κορίτσι. Εκείνη την εποχή, κανείς δεν θεωρούσε αξιοσημείωτο την πρόσκληση μιας αθλήτριας από τον προπονητής της στη σάουνα, ακόμη και το βράδυ. Εξάλλου, δεν είχε φτάσει ποτέ στα αυτιά μας κάτι τέτοιο, υποστηρίξαν αργότερα (και ανερυθρίαστα) οι ιθύνοντες της ομοσπονδίας.

Το τελετουργικό ήταν σχεδόν πάντα το ίδιο: κορίτσια 13 έως 15 ετών, να έρχονται τετ α τετ σε βραδινές «συνεδρίες» με τον 33χρονο μέντορα τους, ο οποίος τους έκανε μασάζ και αποθεραπεία, με μια μικρή λεπτομέρεια – ο γκουρού ήταν γυμνός και τα κορίτσια επέστρεφαν με δάκρυα στα ματιά και μια ντροπή που θα τις κατέτρωγε για χρόνια. «Τις βλέπαμε να επιστρέφουν αποκαρδιωμένες και συχνά με δάκρυα στα μάτια, αλλά νομίζαμε ότι ήταν επειδή τις είχε κατσαδιάσει», έλεγαν μεταξύ τους τα αγόρια της ομάδας.

«Την πρώτη φορά σχίζονται τα σωθικά σου, αλλά σιγά σφίγγεις τα δόντια, πόσο μάλλον όταν μέσα στην μέρα έχεις κάνει ήδη δέκα φορές 200 μέτρα «πεταλούδα» και ξέρεις ότι αν σε καλέσει και δεν πας, την επόμενη μέρα θα σε σαπίσει στα προπονητικά καψόνια. Αλλά το χειρότερο ήταν η διαπόμπευση μπροστά στα αγόρια: είναι άχρηστη, χοντρέλα, καθυστερημένη, πήγαινε να βάλεις το μασαζοκαλσόν σου και να κάνεις γύρους. Την ίδια στιγμή τα αγόρια είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια και υπερθεμάτιζαν με χοντράδες και αυτό το έκανε ακόμη πιο αφόρητο».

Οι μήνες περνούν και τα κορίτσια κρατάνε το μυστικό τους επτασφράγιστο και το ποτίζουν μαζί με τη ντροπή που κατακαίει στον κόρφο τους: «Αισθανόμασταν τέτοια μοναξιά και ντροπή που δεν τολμούσαμε να το συζητήσουμε ούτε μεταξύ μας, ούτε με την καλύτερη μου φίλη, ούτε με την ίδια μου την αδερφή. Σκάσε και κολύμπα, εκατό χιλιόμετρα την εβδομάδα, έξι ώρες την ημέρα. Το τέρας γνωρίζει ότι καμμιά δεν θα σπάσει. Ο πατέρας μου δούλευε δυο δουλειές για να πληρώνει την κολύμβηση μου και έπρεπε να σφίξω τα δόντια».

Ο Κριστόφ παρέμεινε στο πόστο του για δεκαετίες. Μέχρι που η Ιζαμπέλ και η Άντζι είπαν «αρκετά» και αποφάσισαν να σαμποτάρουν τους αγώνες τους, έβαλαν λάθος νούμερο μαγιό, πέταξαν τα γυαλιά τους και κολύμπησαν χαλαρά, σαν να βρίσκονταν στην παραλία, συζητώντας και τερματίζοντας αγκαλιασμένες με δάκρυα στα μάτια. Οι αποσβολωμένοι γονείς τους προσπάθησαν να καταλάβουν τι είχε συμβεί και το κουβάρι του Μινώταυρου άρχισε επιτέλους να ξετυλίγεται. Κι όμως στο τέλος της πρώτης τους κατάθεσης έμειναν άναυδες ακούγοντας τον αστυνομικό να τους λέει «εδώ θέλουμε γεγονότα και αποδείξεις, δεν πιάνουν τα δάκρυα» και να σπεύδει να τους εξηγήσει πως «αν ήμουν σκληρός μαζί σας ήταν γιατί δυστυχώς αυτό που θα εισπράξετε στη συνέχεια δεν θα είναι συμπόνια και φροντίδα, αλλά αμφιβολία και αποστροφή, σαν να ήσασταν κι εσείς ένοχες για όσα φριχτά σας έκανε». Πόσο δίκιο είχε…

Η αντιπρόεδρος της Γαλλικής κολυμβητικής ομοσπονδίας, όχι μόνο κάλυψε τον προπονητή, αλλά είπε στους εμβρόντητους γονείς ότι «τα κορίτσια σας έχουν κιλότες στο κεφάλι τους – όλοι θα βάλουμε πλάτη να προστατέψουμε τον προπονητή μας». Ο δικηγόρος του Κριστόφ παρουσίασε μέχρι και γνωματεύσεις που υποστήριζαν ότι είναι φύσει αδύνατο να έρθεις σε στύση στους 50 βαθμούς θερμοκρασία της σάουνας και άλλα πολλά εμπριμέ.

Ο Κριστόφ τελικά καταδικάστηκε με τη μίνιμουμ ποινή που στο εφετείο περιορίστηκε στους έξι μήνες με αναστολή, με τον δικαστή να εξηγεί στους ενάγοντες ότι αν τον καταδίκαζε με αυστηρότερη ποινή, θα έχανε την δουλειά του: «Εξάλλου τα κορίτσια δείχνουν μια χαρά στην υγεία τους και χωρίς εμφανή τραύματα – δεν αποπειράθηκαν δα και να αυτοκτονήσουν…»

Τίποτα δεν έχει αλλάξει και τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας όμως, γιατί τέτοια πράγματα δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβούν σε μια ευνομούμενη ευρωπαϊκή χώρα με ηθικές αξίες και δεμένη οικογένεια όπως η Ελλάδα – μόνο σε κάτι τριτοκοσμικές χώρες με χαμηλή κατά κεφαλή καλλιέργεια και ανύπαρκτες υποδομές όπως η Γαλλία…

Maestro