Γιατί δεν τα κατέφερε η Εθνική;

Μια άσχημη βραδιά, ένα άδοξο φινάλε για μια ομάδα που δημιούργησε υψηλές προσδοκίες και ένωσε μια ολόκληρη χώρα πίσω της. Η Επίσημη Αγαπημένη  δεν μπόρεσε να περάσει τον σκόπελο του παραδοσιακά ψυχοφθόρου ματς των «8», μένοντας και πάλι εκτός τετράδας. Γράφει ο Hoopfellas.

 Πονάει αλλά είναι δίκαιο. Στο πιο κρίσιμο παιχνίδι  των τελευταίων ετών η Εθνική μας ομάδα εμφανίστηκε κατώτερη του αναμενομένου και γνώρισε τον αποκλεισμό. Ήταν ένα μεγάλο  τουρνουά για εμάς και παράλληλα ένα σπουδαίο καλοκαίρι. Το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα ανάγκασε αρκετό κόσμο να το ερωτευτεί από την αρχή και το μπάσκετ έγινε και πάλι το Νο1 θέμα συζήτησης σε μια χώρα που λατρεύει το συγκεκριμένο άθλημα. 

Το hype γύρω από αυτήν την ομάδα ήταν τεράστιο. Η παρουσία του Γιάννη τη μετέτρεψε σε πόλο έλξης, γεννώντας καινούργιους υποστηρικτές σε όλα τα μήκη και πλάτη αυτού του κόσμου. Το γεγονός ότι υπήρξε μια μορφή πανστρατιάς στον δρόμο για αυτό το τουρνουά, στο οποίο κατεβαίναμε με ό,τι καλύτερο διαθέτουμε σε πάγκο και αγωνιστικό δυναμικό, βοήθησε στη δημιουργία συσπείρωσης και καλλιέργησε ελπίδες για επιστροφή στην κορυφή. Ο θόρυβος από τη χθεσινή πτώση λοιπόν είναι ισχυρός. Η ομάδα μας έπεσε και το έκανε με εκκωφαντικό τρόπο. Είναι και αυτό μέρος του παιχνιδιού.

Τίποτα από αυτά που είδαμε την Τρίτη το βράδυ στη Mercedes Benz-Arena δεν ήταν «τυχαίο» ή «αδιανόητο» όπως ακούμε τις τελευταίες ώρες. Η ομάδα μας ηττήθηκε γιατί στο κρίσιμο ματς των «8» ήταν τακτικά ανεπαρκής  και δεν προσαρμόστηκε ποτέ στο αμυντικό κομμάτι μετά το σφυροκόπημα του πρώτου ημιχρόνου, βοηθώντας ουσιαστικά τον αντίπαλο να οικοδομήσει την απαιτούμενη αυτοπεποίθηση και ένα ισχυρό πνευματικό προφίλ που αποτελεί βασικό ζητούμενο σε τέτοιες κομβικές μάχες.

 Η επιμονή στο total switching (αλλαγές παντού στα μετόπισθεν) ήταν καταδικαστική και ουσιαστικά υπέδειξε στους Γερμανούς τον τρόπο που θα επιτεθούν. Πιθανόν αξιολογήθηκε ότι η ομάδα του Χέρμπερτ δεν έχει τους ψηλούς με την σπουδαία ικανότητα να τελειώσουν mismatches στο ζωγραφιστό απέναντι στον Καλάθη ή ότι οι δικοί μας ψηλοί θα μπορούσαν να αναχαιτίσουν σε συνέχεια τους αντίπαλους γκαρντ σε παιχνίδι προσωπικής φάσης με αφετηρία την περίμετρο. Η αλήθεια του παρκέ όμως ήταν τελείως διαφορετική. Οι γκαρντ μας έχαναν τη μια μετά την άλλη τις μάχες στην πίσω πλευρά και ο –ερχόμενος από τραυματισμό- Παπαγιάννης απέχει αυτή τη στιγμή αισθητά από τον παίχτη που κλείδωνε όποιον περιφερειακό έβρισκε μπροστά του στο δεύτερο μισό της περυσινής σεζόν στην Ευρωλίγκα. Οff screen-σπεσιαλίστες όπως ο Obst χρειάζονται αμυντικούς με μέγεθος και δύναμη, ικανούς να σπάσουν screens και να κυνηγήσουν μένοντας κοντά στην εκτέλεση μέχρι τέλους . Σε καμία περίπτωση τον Κώστα Σλούκα.

Η ελληνική ομάδα παρουσίασε αδυναμίες στα μετόπισθεν στη διάρκεια της προετοιμασίας τις οποίες είχαμε επισημάνει, υπογραμμίζοντας ότι το πιθανότερο είναι πως θα τις μεταφέρει και στο τουρνουά. Όμως εχθές ηττηθήκαμε γιατί δεν προσαρμοστήκαμε. Το 57-61 του πρώτου ημιχρόνου και τα όσα είχαν διαδραματιστεί στο παρκέ σε αυτό το διάστημα υποτίθεται ότι θα χτυπούσαν καμπανάκια για την ομάδας μας. Όμως το εκπληκτικό τρίποντο του Σλούκα και η αίσθηση της ανατροπής του σκορ μετά τον αρχικό «βομβαρδισμό», έστειλε τους διεθνείς στα αποδυτήρια με συνοδό τον κακό σύμβουλο της (ασυναίσθητης) χαλάρωσης και της ικανοποίησης που επιδρά αρνητικά στη διατήρηση της πολεμικής φύσης.

Η Flat αντιμετώπιση που αρχικά επιλέχθηκε για την αναχαίτιση των PnR των Γερμανών (ουσιαστικά τους «έστρωσε το χαλί») απαιτεί ισχυρούς δεσμούς επικοινωνίας και συγχρονισμό μεταξύ των δύο αμυντικών που αναμειγνύονται σε αυτήν, στοιχεία που προφανώς δεν είχαμε. Οι Γερμανοί σούταραν εξαιρετικά από την περίμετρο γιατί σούταραν ως επί το πλείστον ελεύθεροι. Η αμυντική στάση των παιχτών μας στην άμυνα επάνω στη μπάλα ήταν λανθασμένη σε συντριπτικό ποσοστό των περιπτώσεων..

Όμως δεν ηττηθήκαμε για αυτόν τον λόγο, όσο εντυπωσιακό και εάν φαντάζει το 17/31 του αντιπάλου. Ηττηθήκαμε γιατί η φύση της άμυνας που είχαμε επιλέξει παράγει mismatches και ως αποτέλεσμα δημιουργεί την ιδανική συνθήκη για επιθετικά ριμπάουντ. Ηττηθήκαμε γιατί η Γερμανία κέρδισε σχεδόν 20 παραπάνω ριμπάουντ  στο δεύτερο μισό της αναμέτρησης, με τους ψηλούς μας να βρίσκονται κάπου στην περίμετρο την ώρα της τελικής προσπάθειας. Παράλληλα ο αντίπαλος είχε σταθερά ένα σημείο αναφοράς στη ρακέτα, ώστε να ακουμπήσει τη μπάλα εκεί (διαθέτοντας ψηλούς που ξέρουν να πασάρουν σωστά τη μπάλα μετά από βοήθεια), να φθείρει, να δημιουργήσει και να πάρει μέρος της πίεσης από τους περιφερειακούς.

Η αλήθεια είναι ότι κατασκευαστικά αυτή η ομάδα ήταν δομημένη για να υποστηρίξει άμυνα αλλαγών. Όμως δεν είχε το επίπεδο αμυντικής συνοχής για να το κάνει. Οι συνεργασίες μας όταν έπρεπε στιγμιαία να στείλουμε δυναμική βοήθεια για να βγάλουμε τη μπάλα από συγκεκριμένα χέρια και ύστερα να μπούμε ως ομάδα στη διαδικασία του recover (αποκτώντας ισορροπία με σωστά rotations) δεν ήταν ακριβώς υψηλού επιπέδου. Επίσης, δεν είχαμε επαρκές εναλλακτικό πλάνο όσον αφορά την αμυντική τακτική μας. Ενώ στην transition ήμασταν εξαιρετικοί, αντιμετωπίσαμε σημαντικά προβλήματα στο μισό γήπεδο και δεν καταφέραμε να δημιουργήσουμε τις γραμμές επικοινωνίας ώστε να κεφαλαιοποιήσουμε ως σύνολο το μέγεθος και το αμυντικό IQ των βασικών μονάδων μας. Οι Τσέχοι τελείωσαν με 32 τελικές πάσες στο παιχνίδι των «8» όμως δεν είχαν την ικανότητα στα μετόπισθεν για να μας βάλουν κάτω. Η Γερμανία αντίθετα είναι ένα two way-σύνολο, εξίσου αποτελεσματικό και στις δύο πλευρές του παρκέ.

Τι κρατάμε λοιπόν από την εικόνα μας στο φετινό Ευρωμπάσκετ; Τη συσπείρωση δυνάμεων, τον ενθουσιασμό που επέστρεψε για τα καλά, το εξαιρετικό κλίμα στο εσωτερικό της ομάδας και την ερωτεύσιμη αύρα της που σαγήνευσε και πάλι τους Έλληνες. Πρόκειται για στοιχεία πολύ σημαντικά καθώς μπορούν να αποτελέσουν τη βάση μελλοντικών επιτυχιών, εφόσον διατηρηθούν. 

Αγωνιστικά παρουσιάσαμε ένα από τα καλά σύνολα του τουρνουά με σημαντικές επιρροές από τη φιλοσοφία του κόουτς Ιτούδη. Ταχύτητα, transition, υψηλός ρυθμός, χαμηλός αριθμός λαθών και γενικότερα μια πολύ καλή παραγωγική δυναμική.  Πρόκειται για μια κατεύθυνση η οποία βοήθησε στο μακιγιαριστούν εγγενείς αδυναμίες αυτής της ομάδας και έδωσε αυτοπεποίθηση στα παιδιά στο επιθετικό κομμάτι. Από την άλλη πλευρά, είναι προφανές ότι οφείλουμε να δουλέψουμε στην άμυνα μισού γηπέδου και να βελτιώσουμε την επικοινωνία και τις συνεργασίες μας σε αυτό το κομμάτι. Εν κατακλείδι, πρέπει να επιμείνουμε στην αγωνιστική πλατφόρμα του κόουτς και βήμα-βήμα να τη βελτιώσουμε, ευελπιστώντας ότι κάποια στιγμή θα παρουσιάσουμε την καλύτερη δυνατή εκδοχή της.

Ο προημιτελικός απέναντι στην πληθωρική επίθεση των Γερμανών θα πρέπει να μείνει για καιρό βαθιά ριζωμένος στη σκέψη μας και να αποτελέσει έξτρα κίνητρο για την επόμενη μεγάλη πρόκληση. Ο καλύτερος δάσκαλος άλλωστε είναι το τελευταίο σου λάθος. Θα μάθουμε, θα επιστρέψουμε. Χρειάζεται εμπιστοσύνη στο ανθρώπινο δυναμικό, υπομονή, συνέπεια  και συνέχεια. Πρέπει να είμαστε πάντα εκεί με ότι καλύτερο διαθέτουμε, όπως τώρα. Και να είστε σίγουροι ότι αργά ή γρήγορα, θα έρθει και η σειράς μας…