Το κυνήγι της ευτυχίας: η ιστορία της ΣΠΑΛ

Το ιταλικό ποδόσφαιρο περνάει δίχως άλλο μια μεγάλη κρίση. Το βλέπεις στις πορείες των ιταλικών ομάδων στα ευρωπαϊκά κύπελλα, το βλέπεις στην εθνική Ιταλίας που θα απουσιάζει από τα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, το βλέπεις και στο επίπεδο του ποδοσφαίρου που παίζεται. Μέσα όμως σε αυτή την κατάσταση γεννιούνται ευκαιρίες, ευκαιρίες για ιστορίες μικρών συλλόγων που ζουν το δικό τους παραμύθι. Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα, υπάρχει η Κροτόνε, υπάρχει η Μπενεβέντο και υπάρχει και η ΣΠΑΛ, η ομάδα από την πανέμορφη πόλη της Φεράρα, στα βόρεια της Ιταλίας. Ένας σύλλογος που ξεκίνησε από τα χαμηλά και μέσα σε λίγα χρόνια πραγματοποίησε το θαύμα της ανόδου στη μεγάλη κατηγορία της Ιταλίας.

Λέμε «ξεκίνησε» κι ας έχει η ΣΠΑΛ έτος ίδρυσης το μακρινό 1907. Δημιουργήθηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα από έναν ιερέα με κύρια αιτία την αγάπη στις… τέχνες για να γίνει ποδοσφαιρικός σύλλογος που έφτασε μέχρι την Α’ εθνική πρώτα τη δεκαετία του 1920 και αργότερα στις δεκαετίες 1950 και 1960. Μια ομάδα που μπορεί να περηφανεύεται για μια 5η θέση το 1960, έναν τελικό κυπέλλου απέναντι στη Νάπολι το 1962 (έχοντας αποκλείσει τη Γιουβέντους με ένα εκκωφαντικό 4-1) και το γεγονός ότι έμαθε μπάλα στο Φάμπιο Καπέλο, αλλά επίσης ότι πέρασαν από εκεί ο Κάρλο Ματσόνε και ο Λουίτζι ντελ Νέρι. Η ΣΠΑΛ με τον τότε ιδιοκτήτη της Πάολο Μάτσα (του οποίου το όνομα έχει το γήπεδό της) ήταν ένας σύλλογος που δημιούργησε ποδοσφαιρική παράδοση, αλλά βασίστηκε πολύ σε έναν άνθρωπο. Με το θάνατο του Μάτσα του 1981 η πτώση άρχισε. Η πρώτη χρεοκοπία ήρθε το 2005 και η ομάδα ιδρύθηκε και πάλι ως Σπαλ 1907. Δεν κράτησε όμως αρκετά, ο υποβιβασμός στη Δ’ εθνική και τα χρέη έφεραν τη νέα διάλυση του συλλόγου και πάλι το 2012.

Ο κόουτς Σέμπλιτσι που ακούστηκε μέχρι και για αντικαταστάτης του Σάρι στη Νάπολι

Ο δήμος της πόλης προσπάθησε να σώσει την ομάδα, να μη μείνει η Φεράρα χωρίς ποδόσφαιρο και ήρθε σε επαφές με την οικογένεια Κολομπαρίνι (το όνομα δεν είναι φανταστικό, είναι υπαρκτό), επιχειρηματίες που ασχολούνται με σύνθετα υλικά ενισχυμένα με υαλονήματα και ιδιοκτήτες μιας μικρής ομάδας που είχαν κάνει στο χωριό τους για διασκέδαση. Η μικρούλα Τζακομένσε συγχωνεύτηκε με τη ΣΠΑΛ και έτσι είχαμε την τρίτη (και φαρμακερή) έκδοση της ομάδας που πλέον ονομάζεται ΣΠΑΛ 2013. Ο σύλλογος ξεκίνησε από τα χαμηλότερα επίπεδα του ιταλικού ποδοσφαίρου και άρχισε να ανεβαίνει τις κατηγορίες με γρήγορα βήματα. Με πρόεδρο τον Βάλτερ Ματιόλι, έναν οπαδό της ΣΠΑΛ που ήταν πρόεδρος στην Τζακομένσε και πιο νέος είχε αποτύχει να γίνει παίκτης της αγαπημένης του ομάδας. Έτσι ξαφνικά, τη μια μέρα ήταν ο διοικητικός ηγέτης της ομάδας ενός χωριού και την άλλη βρέθηκε πρόεδρος στην αγαπημένη του ομάδα. Στόχος της ΣΠΑΛ 2013 να μη χρεοκοπήσει ποτέ ξανά και να μην εμπλακεί σε σκάνδαλα σύμφωνα με τα λόγια του. Για να μπορέσει μια ομάδα χωρίς πολλά χρήματα να προχωρήσει θέλει πολλή δουλειά και κατάλληλους ανθρώπους. Στον πάγκο έκατσε ο κόουτς Λεονάρντο Σέμπλιτσι, με εμπειρία από τις ακαδημίες της Φιορεντίνα που έχουν βγάλει καλούς παίκτες τα τελευταία χρόνια. Ο Σέμπλιτσι αποδείχτηκε λίρα εκατό από τότε που ανέλαβε και ειδικά την περσινή σεζόν, έκανε το θαύμα της ανόδου στη Σέριε Α πραγματικότητα.

Πρωταγωνιστής στις χρονιές της ανόδου ήταν και ο Τζανμάρκο Τζιγκόνι ένα παντελώς άγνωστο όνομα, αν η μοίρα δεν είχε φτιάξει μια ωραία ιστορία. Βλέπετε, ο πατέρας του Τζανφράνκο (παίκτης της Γιουβέντους) ήταν εκείνος που με ένα γκολ το 1968 έριξε την ΣΠΑΛ στη Β’ εθνική και από τότε δεν ανέβηκε ξανά. Ο Τζιγκόνι τζούνιορ με 33 γκολ σε τρεις σεζόν ήταν από αυτούς που ανέβασαν τη ΣΠΑΛ ξανά στη Serie A. Οικογενειακή εξιλέωση. Δεν ακολούθησε πάντως, καθώς ανήκει στη Μίλαν και πήγε δανεικός στη Βενέτσια φέτος. Αυτός που ακολούθησε, ήταν ο ιστορικός αρχηγός Λούκα Μόρα.

Ο 29χρονος από την Πάρμα δεν έχει καμία σχέση με τους σύγχρονους ποδοσφαιριστές που γνωρίζουμε. Δεν χρησιμοποιεί social media, οδηγεί ένα παλιό Φίατ Πούντο και σπουδάζει Φιλοσοφία. Προτιμάει τον Λούντβιχ Φόιερμπαχ, αλλά τον άγγιξε ο Επίκουρος και η ανάλυσή του για την ευτυχία. “Στην ΣΠΑΛ κερδίσαμε δύο πρωταθλήματα γιατί ήμασταν ευτυχισμένοι” δηλώνει. Του λείπουν μερικά μαθήματα ακόμα για να πάρει το πτυχίο και ξέρει πόσο δύσκολο είναι να συνδυάζεις επαγγελματική καριέρα και σπουδές. Δεν νιώθει ήρωας πάντως, ούτε είδωλο. “Πολλές φορές τα ποδοσφαιρικά είδωλα μού μοιάζουν φτιαχτά” λέει. Ο κόσμος τον λατρεύει κι ο ίδιος το αποδίδει στο γεγονός ότι δίνει τα πάντα για την ομάδα μέσα στο γήπεδο. Το έξω είναι άλλο θέμα. Είπαμε, δεν κάνει τη ζωή του σύγχρονου ποδοσφαιριστή. Μπορεί να πάει και για καμιά μπύρα μετά την προπόνηση. Στις συνεντεύξεις είναι απόλαυση, μπορεί να αναφέρει τον Καντ ή οποιονδήποτε φιλόσοφο πιστεύει ότι ταιριάζει στην περίσταση.

Ο Μόρα έζησε δυο συνεχόμενες ανόδους από τη Γ’ εθνική μέχρι την Α΄ και ήταν από τους βασικότερους συντελεστές της ανόδου καθώς παρ’ ότι χαφ σκόραρε 7 φορές σε 35 ματς. Γιατί μπορεί να είναι φιλόσοφος εκτός γηπέδου, αλλά στο χορτάρι και ειδικά στις μικρότερες κατηγορίες της Ιταλίας, η πράξη μετράει. Κι ο μουσάτος αρχηγός δεν φοβάται να βάλει τα πόδια στη φωτιά.

Ο κόσμος της ΣΠΑΛ στηρίζει όσο μπορεί

Η ευτυχία όμως μπορεί να σε φτάσει μέχρι ενός σημείου. Από εκεί και πέρα χρειάζονται και τα χρήματα και η ποιότητα. Κι η ΣΠΑΛ φαίνεται ότι υστερεί φέτος εκεί. Όχι όπως η Μπενεβέντο που είναι καταδικασμένη, αλλά σίγουρα αρκετά για να είναι σε δύσκολη θέση. Μετά το 4-0 στο Μιλάνο από τη Μίλαν, οι φήμες για αποπομπή του Σέμπλιτσι έγιναν πιο έντονες. Ο κόουτς είναι στον πάγκο από το Δεκέμβριο του 2014, αλλά πολλοί σκέφτονται ότι μια αλλαγή προσώπου θα βοηθήσει. Ο Ματιόλι δήλωσε ξανά για πολλοστή φορά, ότι δεν υπάρχει θέμα προπονητή. Αλλά η συνταγή της ΣΠΑΛ φαίνεται να μη λειτουργεί το ίδιο καλό. Ήδη ο αρχηγός Μόρα που δεν ήταν στις πρώτες επιλογές φέτος, πήγε δανεικός στην Σπέτσια πριν λίγο καιρό. Ο σύλλογος που το 2013 ήταν στη Δ’ εθνική φαίνεται να μην αντέχει στην πίεση. Η ΣΠΑΛ τα καταφέρνει σχετικά καλύτερα από τους άμεσους ανταγωνιστές της στο σκοράρισμα, αλλά αμυντικά έχει προβλήματα. Κι αν θέλει να σωθεί, θα πρέπει να ξεκινήσει τις υπερβάσεις και τα μικρά θαύματα. Με την αρχή να γίνεται απέναντι στην πρωτοπόρο Νάπολι σε μια από τις πιο δύσκολες έδρες της Ιταλίας, σε μια αποστολή που μοιάζει καταδικασμένη εξ αρχής.