Ο Μάρκο Βεράτι και η χαρά του ποδοσφαίρου

Μπορεί να είναι ένα κλάσικο με σχετικά μικρή ιστορία, καθώς η μια από τις δυο ομάδες ιδρύθηκε μόλις το 1970, μπορεί να μην έχει τη λάμψη και τον φανατισμό που είχε τη δεκαετία του ΄90, όταν κι οι δυο διεκδικούσαν και κέρδιζαν ευρωπαϊκούς τίτλους, μπορεί η μία πριν λίγες μέρες να κέρδισε 4-0 την Μπαρτσσελόνα κι η άλλη να μην έχει βγει φέτος στην Ευρώπη, αλλά ένα ματς Μαρσέιγ-Παρί Σεν Ζερμέν, στο οποίο φέτος αναμετρώνται και δυο φιλόδοξοι προπονητές, είναι πάντα ένα ματς διαφορετικό από τα άλλα, πάντα αμφίρροπο, πάντα ενδιαφέρον.

Όπως το δείχνει η διαφήμιση του καναλιού που θα το μεταδώσει στη Γαλλία, μπορεί κάποιος να μη θυμάται το όνομά του ή να μην αναγνωρίζει τα παιδιά του, αλλά πώς να ξεχάσει ένα ωραίο γκολ κόντρα στον μισητό αντίπαλο (εδώ του Μάρκο Σιμόνε, στο 2-1 στο Παρκ ντε Πρενς, τη σεζόν 1998-99);

Κι όπως και να έχει, ακόμη κι αν όλα αυτά δεν σας συγκινούν –κακώς! –, το αποψινό ματς θα είναι μια ακόμη ευκαιρία να θαυμάσουμε στο χόρτο έναν από τους σπάνιους αυτούς παίκτες που μαγεύουν στο γήπεδο χωρίς να βάζουν καν γκολ, μια ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα συμπυκνωμένη σε 165 εκατοστά, τον σπουδαίο Μάρκο Βεράτι, που εντυπωσίασε ακόμη μια φορά απέναντι στην Μπαρτσελόνα. Θυμίζουμε πως το πρώτο από τα πέντε γκολ σε πέντε σεζόν που έχει βάλει με την ΠΣΖ, το πέτυχε, ο αθεόφοβος, με κεφαλιά κόντρα στους Καταλανούς το 2014. Τότε, ο Λοράν Μπλαν είχε πει: «Δεν μου κάνει εντύπωση, ο Μάρκο δεν κάνει τίποτε όπως οι άλλοι».

Μεγαλώνεις ευτυχισμένος στο Μανοπέλο, ένα γραφικό χωριουδάκι πάνω στους λόφους, η Αδριατική βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα, μετά το σχολείο παίζεις μπάλα, τα σαββατοκύριακα πας στη γειτονική Πεσκάρα να δεις από την Curva Nord του γηπέδου Αντριάτικο την ομάδα που υποστηρίζεις φανατικά, την ακολουθείς φυσικά στα εκτός έδρας. Και ζεις το όνειρο κάθε οπαδού: βρίσκεσαι να παίζεις με τη φανέλα αυτής της ομάδας σε επαγγελματικό επίπεδο. Βγάζεις μάτια με το ταλέντο σου, τόσο που όλοι ξεχνάνε ότι είσαι μόλις 16 ετών. Το 2009, ζεις μια τραγωδία, τον φοβερό σεισμό στη γειτονική Άκουιλα, και για πρώτη φορά στη ζωή σου σκέφτεσαι να σταματήσεις την μπάλα. Ευτυχώς δεν το κάνεις. Είσαι ο Μάρκο Βεράτι ή il gufetto , η «μικρή κουκουβάγια» –υπάρχει οπωσδήποτε μια ομοιότητα.

Ο Μάρκο, λοiπόν, υπήρξε μέλος της παρέας που ανέβασε την Πεσκάρα στη Σέριε Α το 2012, μαζί με τον κολλητό του Λορέντσο Ινσίνιε και τον Τσίρο Ιμόμπιλε. Προπονητής ο μεγάλος Ζντένιεκ Ζέμαν, ο προπονητής που του άλλαξε τη ζωή. Και τη θέση: από κλασικό δεκάρι τον έφερε μπροστά από την άμυνα, ρετζίστα που λένε οι Ιταλοί, λέξη που σημαίνει και σκηνοθέτης και που του ταιριάζει. Ο Ζέμαν του έδειξε απόλυτη εμπιστοσύνη: «Τα δυο πρώτα ματς έπαιξα χάλια, ήρθε τότε και μου είπε: Μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να βγεις από την ομάδα. Ε, αναγκαστικά μετά τα έδινα όλα, έπαιζα για τον προπονητή μου. Τότε ξεκίνησα να σκέφτομαι το ποδόσφαιρο είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, έψαχνα να βρω τι θα μπορούσα να βελτιώσω στο παιχνίδι μου».

Η χρονιά που η Πεσκάρα θα ανέβει στην Σέριε Α, θα είναι η τελευταία του στην ομάδα. Κι όχι επειδή το ήθελε. «Ήμουν 20 χρονών κι είχα ανέβει στην ψηλή κατηγορία με την ομάδα που υποστήριζα από μικρός. Σκέφτηκα ότι αν ήμουν πραγματικά καλός, θα έρχονταν κι άλλες προτάσεις. Πήγα στον πρόεδρο και του ζήτησα να μείνω τουλάχιστον ακόμη ένα χρόνο. Του είπα, μάλιστα, να μην μου αποκαλύψει καν ποιες ομάδες με ζήτησαν για να μην μπω στον πειρασμό». Αλλά η Παρί Σεν Ζερμέν, στην πρώτη καλοκαιρινή μεταγραφική περίοδο με το Κατάρ στη χρηματοδότηση, έκανε μια πρόταση που ο πρόεδρος –κι ο Μάρκο, μεταξύ μας– δεν μπορούσε να αρνηθεί. Φτάνει κατευθείαν από τη δεύτερη κατηγορία της Ιταλίας στο Παρίσι τη μέρα που ο κόσμος μαθαίνει έκπληκτος τις μεταγραφές των σουπερστάρ Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς και Τιάγκο Σίλβα –σχεδόν κανείς δεν έχει μάτια για τη μικρή κουκουβάγια. Εδώ τα εύσημα ανήκουν στον τεχνικό διευθυντή Λεονάρντο, που γνώριζε όσο λίγοι το ιταλικό ποδόσφαιρο και τον ανακάλυψε εγκαίρως. Λίγο καιρό πριν, ο Βεράτι είχε απορριφθεί από την Ίντερ λόγω ύψους. Στη Γιουβέντους ακόμη αναρωτιούνται πώς τους ξέφυγε ίσως το μεγαλύτερο ταλέντο που έβγαλε η Ιταλία τα τελευταία χρόνια –και όλοι αναρωτιόμαστε πού θα έφθανε η Ιταλία στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα αν είχε παίξει ο τραυματίας Μάρκο.

Κάποιοι βλέπουν σε αυτόν έναν νέο Πίρλο, σε άλλους θυμίζει, κι ο Θεός ας μας συγχωρέσει, τον Τσάβι, ο οποίος έχει ήδη εκφραστεί με θαυμασμό γι΄αυτόν.

Στην καινούρια του ομάδα, τον λατρεύουν με το καλημέρα. Ικανός «να ντριπλάρει ελέφαντα σε διάδρομο» αλλά και να ξεμπλοκάρει μαγικά το παιχνίδι με μια μακρινή μπαλιά, εντυπωσιάζει με τις ευφυείς αλλαγές ρυθμού που επιβάλλει με απίστευτη σιγουριά, σα να παίζει ακόμη στο Αντριάτικο, μπροστά στους φίλους του.

«Τι άλλαξε στην ζωή μου; Στο Παρίσι έμαθα να τρώω το κρέας και τα μακαρόνια στο ίδιο πιάτο. Πριν έρθω εδώ, όταν έβλεπα κάποιον να το κάνει ήθελα να του πετάξω το πιάτο στα μούτρα. Τώρα το κάνω εγώ, η φίλη μου μού λέει πως δεν με αναγνωρίζει».

Εφόσον ξεπεράστηκαν και τα τα εμπόδια με το φαγητό, έχει δηλώσει πως δεν θα τον πείραζε να μείνει για πάντα στο Παρίσι, εκεί εξάλλου γεννήθηκε το 2014 και ο γιος του, ο Τομάσο. Έχει ανανεώσει πολλές φορές το συμβόλαιό με την ΠΣΖ –το τωρινό τρέχει μέχρι το 2021–, και μαντεύουμε πως ο ευτυχισμένος μάνατζέρ του θα καθαρογράφει το καινούριο.

Ο Βεράτι δεν είναι, βέβαια, άγγελος. Γκρινιάζει παλιομοδίτικα στους διαιτητές –και το πληρώνει συχνά με κάρτες–, είναι πρόθυμος να φτάσει πρώτος στον καυγά προτάσσοντας το στήθος του και χειρονομώντας θεατρικά σαν γνήσιος Ιταλός. Παραμένει όμως συμπαθητικός γιατί φαντάζει σαν ποδοσφαιριστής μιας άλλης εποχής. Η γνήσια χαρά του να παίζει μπάλα, η συγκινητική ομαδικότητά του, το πλατύ, εντελώς παιδικό του χαμόγελο όταν πανηγυρίζει τα γκολ. Τα γκολ των άλλων, βέβαια. Ο ίδιος σκοράρει μόνο όταν δεν μπορεί να κάνει αλλιώς και διακρίνεται από τη αδιαφορία του να δοκιμάσει, έστω, ένα σουτάκι. «Το πρώτο που σκέφτομαι είναι να φέρω έναν συμπαίκτη μου μπροστά στο τέρμα, ώστε να σκοράρει. Δεν σουτάρω εγώ γιατί σκέφτομαι μόνο την πάσα που θέλω να βγάλω». Και μιλάμε για πάσες ακριβείας από τα πενήντα μέτρα. Ένα από τα ευφυολογήματα που κυκλοφόρησαν μετά την εντυπωσιακή του απόδοση τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου απέναντι στην Μπαρτσελόνα ήταν: «Αγάπη μου, είσαι όμορφη σαν μια πάσα του Βεράτι στον Ντράξλερ» -αυτά είναι γλυκόλογα που θέλει να ακούσει κάθε γυναίκα, όχι αστεία.

Οι προπονητές του, βέβαια, τον λατρεύουν. Ο Αντσελότι έκανε τα πάντα να τον πάρει στη Ρεάλ, πρόσφατα σε μια συνέντευξη τύπου έδειξε να στενοχωριέται ειλικρινά όταν έμαθε ότι υπέγραψε νέο συμβόλαιο. Ο Λοράν Μπλαν έσταζε μέλι γι΄αυτόν και σαν στοργικός πατέρας του συγχωρούσε το θανάσιμό του ελάττωμα: την άγνοια κινδύνου ή, μάλλον, την αγάπη του κινδύνου.

Ο ίδιος δικαιολογεί τις ντρίπλες του στη μεγάλη περιοχή –στη δική του μεγάλη περιοχή!– πολύ ορθολογικά: αν όλοι έδιωχναν απλώς την μπάλα για να αποφύγουν τον κίνδυνο, τι θα γινόταν; Πώς θα αναπτυσσσόταν μια οργανωμένη αντεπίθεση; Συμπληρώνει, βέβαια, αυτό που όλοι υποψιαζόμαστε, ότι απολαμβάνει το ρίσκο: «Ο κίνδυνος δεν είναι να έχω απέναντί μου τρεις παίκτες που πάνε να μου κλέψουν την μπάλα. Έτσι κι αλλιώς, και να τη χάσω, κανείς δεν θα πεθάνει. Το ποδόσφαιρο είναι δουλειά αλλά, πάνω απ΄όλα, είναι παιχνίδι». Αυτό ακριβώς, και γι΄αυτό ίσως ακόμη κι οι οπαδοί της Μαρσέιγ να τον χειροκροτήσουν σήμερα.