Οι ιστορίες πίσω από τα καλύτερα γκολ του Μουντιάλ

O Σαντιάγκο, ένας νεαρός Αργεντινός από την Παταγονία που είχε όνειρο να απολαύσει από κοντά ένα Μουντιάλ, ξεκίνησε πριν από λίγο καιρό από την πατρίδα του για τη Ρωσία με ένα ποδήλατο. Τρεις μήνες μετά, ο αποφασισμένος οπαδός της ‘αλμπισελέστε’ βρίσκεται επιτέλους στη χώρα του Βλάντιμιρ Πούτιν και των αδερφών Μπερεζούτσκι, έτοιμος να ζήσει το όνειρο του.

Η ιστορία αυτή φυσικά δεν ήταν απολύτως απαραίτητη για να καταλάβει ακόμα και ο πιο αδαής πως το Παγκόσμιο Κύπελλο είναι κάτι παραπάνω από μια απλή διοργάνωση. Είναι απλά ένα ακόμα παράδειγμα της αξίας που έχει το Μουντιάλ στο μυαλό των ανθρώπων. Ένα από αυτά που αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη αξία χάρη στην αύρα της συγκεκριμένης διοργάνωσης είναι τα γκολ.

Στις 20 προηγούμενες διοργανώσεις έχουν μπει δεκάδες υπέροχα γκολ. Με αφορμή την έναρξη της 21ης διοργάνωσης, που βρίσκεται πλέον μόνο λίγες ημέρες μακριά μας, θα θυμηθούμε 5 από τα ωραιότερα γκολ που έχουν επιτευχθεί στα 88 αυτά χρόνια ιστορίας των Μουντιάλ (όχι απαραίτητα τα πιο όμορφα, καθώς αυτό είναι υποκειμενικό, αλλά αναμφίβολα 5 από τα πιο εντυπωσιακά) και τις μικρές ιστορίες που κρύβουν από πίσω.

22 Ιουνίου 1986, Αργεντινή-Αγγλία, Ντιέγκο Μαραντόνα.

Το διασημότερο γκολ όλων των εποχών, ανεξαρτήτως διοργάνωσης. Το γκολ που ανάγκασε ακόμα και τον Τέρι Μπούτσερ, που κατά δήλωση του συνεχίζει ακόμα και σήμερα να μισεί τον Ντιέγκο με πάθος για τη φάση με το χέρι, να σχολιάσει: «Πιο πολύ σ’εκείνο το ματς με πείραξε το δεύτερο γκολ. Μας πέρασε όλους από μία φορά, αλλά εμένα φαίνεται σαν να με πέρασε ο κοντός μπάσταρδος δύο φορές»

Στην ίδια ακριβώς ψυχολογική κατάσταση βρίσκεται τόσα χρόνια μετά ένας ακόμα Άγγλος παίκτης, ο Πίτερ Ρέιντ: “Ήμουν ανίκανος να σταματήσω έναν από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών, ο οποίος το σόλο που έκανε εναντίον μας αναγνωρίστηκε ως το απόλυτο χάιλαϊτ του. Ήμουν μάρτυρας της ιδιοφυΐας αλλά και της απάτης του. Στα όνειρα μου ακόμα τρέχω”.

Στα αποδυτήρια της Αργεντινής μετά το ματς πάντως, ο Μαραντόνα δεν ήταν ο μόνος που κέρδισε τα εύσημα των συμπαικτών του. Ο μέσος Έκτορ Ενρίκε ήταν ο τελευταίος που ακούμπησε τη μπάλα (κάτω από το χώρο του κέντρου φυσικά) πριν ο Ντιέγκο ξεκινήσει το σλάλομ του ανάμεσα στους Άγγλους και μετά τη λήξη δήλωνε με καμάρι: “Με την πάσα που του έδωσα, αν δεν έστελνε τη μπάλα στα δίχτυα θα έπρεπε κανονικά να τον σκοτώσω”. Με τα χρόνια το αστείο αυτό απέκτησε καλτ διαστάσεις στο αργεντίνικο ποδόσφαιρο και σε κάποια εντυπωσιακά ατομικά γκολ, πάντα κάποιος με απειροελάχιστη συμμετοχή θα καυχιόταν για τη δική του… σημαντική συνεισφορά, φέρνοντας ξανά στην επικαιρότητα εκείνη την επική ατάκα.

29 Ιουνίου 1994, Σαουδική Αραβία-Βέλγιο, Σαϊντ Αλ Οβαϊράν.

Ένας παίκτης με το 10 στην πλάτη υποδέχεται τη μπάλα λίγο πίσω από το κέντρο, προσπερνάει εύκολα δυο αντιπάλους, πλησιάζει στην περιοχή, ξεπερνάει το εμπόδιο άλλων δυο και τελικά στέλνει τη μπάλα στα δίχτυα. Η περιγραφή ακούγεται πολύ γνώριμη αλλά ο παίκτης δεν είναι ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα.

Ο Σαϊντ Αλ Οβαϊράν, που μπορεί να μην είναι ο Ντιέγκο αλλά μετά από εκείνο το γκολ έγινε διάσημος ως ο “Άραβας Μαραντόνα”, πέτυχε στο Μουντιάλ του 1994 απέναντι στο Βέλγιο ένα γκολ που αυτόματα του χάρισε μια θέση στην αιωνιότητα. Εκτός από πανέμορφο, το γκολ ήταν και πολύ σημαντικό αφού χάρη σ’αυτό η Σαουδική Αραβία επικράτησε με 1-0 και προκρίθηκε για πρώτη φορά στη φάση των 16.

Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν όπως πιθανόν θα φανταζόταν ο ίδιος ο παίκτης εκείνο το βράδυ. “Έχω δει αυτό το γκολ σχεδόν 1000 φορές από τότε και ειλικρινά έχω μπουχτίσει. Τελικά αποδείχτηκε δίκοπο μαχαίρι για μένα. Κατά μια έννοια ήταν σπουδαίο αλλά κατά μια άλλη ήταν τραγικό, γιατί με έβαλε στο στόχαστρο και όλοι πλέον ανέλυαν κάθε κίνηση μου”.

Τη θετική πλευρά της φήμης την έζησε με την επιστροφή του στη Σ. Αραβία. Ψηφίστηκε καλύτερος παίκτης της Ασίας, οι συνεντεύξεις που έδωσε ήταν αμέτρητες ενώ ανάμεσα στα δώρα που έλαβε ήταν και μια πολυτελέστατη Rolls-Royce. Η συνέχεια όμως δεν ήταν ανάλογη. Λόγω ενός νόμου που απαγόρευε στους παίκτες να πάρουν μεταγραφή στο εξωτερικό, ο Οβαϊράν δεν συνέχισε την καριέρα του στην Ευρώπη όπως και ήθελε και σαν να μην έφτανε αυτό, δυο χρόνια μετά συνελήφθη να οδηγεί μεθυσμένος σε περίοδο Ραμαζανιού. Το αποτέλεσμα ήταν να μείνει ένα χρόνο μακριά από τα γήπεδα και να περάσει και κάποιους μήνες στη φυλακή.

4 Ioυλίου 1998, Ολλανδία-Αργεντινή, Ντένις Μπέργκαμπ.

“Πάντα βάζεις στόχους. Με το που φτάνεις σ’ένα στόχο όμως, θέλεις πάντα να πας πιο πέρα. Συνεχίζεις να ανεβάζεις τον πήχη και στο τέλος καταλήγεις να μην είναι ποτέ αρκετά καλό αυτό που έκανες. Στο τέλος κυνηγάς την τελειότητα”. Αυτή είναι μια περιγραφή γραμμένη από τον Ντένις Μπέργκαμπ που μπορεί κανείς να βρει σε ένα κεφάλαιο της αυτοβιογραφίας του που, καθόλου τυχαία, ονομάζεται “Πρέπει να είναι τέλειο”.

Ο Ντένις Μπέργκαμπ αποζητούσε πάντα την τελειότητα κι αυτό το επιβεβαιώνουν όλοι οι συμπαίκτες του, που τον έχουν δει να προπονείται για ώρες με απίστευτη προσήλωση, προσπαθώντας κάθε ενέργεια του να είναι αψεγάδιαστη. Όταν λοιπόν ο ίδιος δηλώνει μετά από ένα ματς: “Ποτέ δεν παίζεις ένα τέλειο παιχνίδι αλλά η συγκεκριμένη στιγμή μόνη της νομίζω ήταν πραγματικά τέλεια” καταλαβαίνεις ότι κάτι μαγικό έχει συμβεί. Ο σπουδαίος Ρομπέρτο Αγιάλα, που είχε την ατυχία να βρεθεί απέναντι του σ’εκείνη τη φάση, σίγουρα συμφωνεί.

“Όλα γίνονται για μια στιγμή. Μετά τις πρώτες δυο επαφές το ένιωσα. Ήταν σαν να έχω δώσει τα πάντα και τελικά η ζωή να με οδήγησε σ’εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Μετά την δεύτερη επαφή το ήξερα ότι δεν γινόταν να χαλάσει αυτή η φάση. Δεν υπήρχε περίπτωση” ανακάλεσε αργότερα ο Ολλανδός.

Υπάρχει όμως ένας ακόμα άνθρωπος που μπορεί να διεκδικήσει ένα πολύ μικρό μερίδιο συμμετοχής σ’εκείνο το ποδοσφαιρικό αριστούργημα και δεν αναφερόμαστε στον Ντε Μπουρ που έκανε το γέμισμα. Πέντε μέρες πριν το παιχνίδι με τους Αργεντινούς, ο Ισπανός διαιτητής Χοσέ Μαρία-Αράντα είχε κάνει τα στραβά μάτια όταν ο Μπέργκαμπ κλώτσησε τον Σίνισα Μιχαίλοβιτς, μια ενέργεια που κανονικά θα έπρεπε να τον στείλει εκτός γηπέδου και ταυτόχρονα εκτός του επόμενου αγώνα της Ολλανδίας. “Δεν έχω την παραμικρή ιδέα γιατί το έκανα” εκμυστηρεύτηκε μετά από καιρό ο, τυχερός σ’εκείνη τη φάση, Μπέργκαμπ: “Ακόμα κι εγώ τρόμαξα με τη συμπεριφορά μου”.

15 Ioυνίου 1986, Μεξικό-Βουλγαρία, Νεγκρέτε.

Στις αρχές Απριλίου το επίσημο σάιτ της FIFA ζήτησε από τους επισκέπτες του να ψηφίσουν το καλύτερο γκολ στην ιστορία των Μουντιάλ. Μετά από μια διαδικασία που κράτησε σχεδόν 10 μέρες και στην οποία συμμετείχαν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι απ’όλο τον κόσμο, ανακοινώθηκε το αποτέλεσμα. Στην κορυφή των επιλογών αντί για κάποιο από τα πασίγνωστα γκολ που έχουμε δει χιλιάδες φορές βρέθηκε η προσπάθεια του Μεξικανού Μανουέλ Νεγκρέτε Αρίας στο ματς απέναντι στους Βούλγαρους στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986.

“Χαίρομαι αφάνταστα που το γκολ μου ψηφίστηκε σαν το καλύτερο. Αναγνωρίζω φυσικά ότι όλα όσα ήταν στις επιλογές είναι ιστορικά γκολ αλλά ο κόσμος ψήφισε το δικό μου κι αυτό με κάνει ευτυχισμένο και περήφανο” δήλωσε ο Νεγκρέτε όταν έμαθε τα ανέλπιστα νέα.

Η λογική φυσικά λέει ότι ο μόνος λόγος που το εντυπωσιακό, αν μη τι άλλο, γυριστό του Μεξικανού μέσου ξεπέρασε όλα τα υπόλοιπα είναι η μαζική συμμετοχή των συμπατριωτών του στην ψηφοφορία. Παρ’όλα αυτά, η άτυπη αυτή διάκριση είναι μια καλή αφορμή για να ανακαλύψει κι άλλος κόσμος ένα αντικειμενικά όμορφο γκολ, που αν και επιλέγεται σε αρκετές σχετικές λίστες συνήθως η θέση του είναι αρκετά χαμηλά.

Ο Νεγκρέτε, που φημιζόταν για τα εντυπωσιακά του γκολ στο μεξικάνικο πρωτάθλημα, θυμάται: “Το μόνο που ήθελα ήταν να κάνω ένα καλό ένα-δυο στο ύψος της περιοχής. Η μπάλα όμως, ευτυχώς, πήγε αρκετά ψηλά. Αν είχα λάβει μια καλύτερη πάσα, δεν νομίζω να είχα σκοράρει. Το να βλέπεις μετά 115.000 ανθρώπους να πανηγυρίζουν είναι απλά φανταστικό. Δεν πρόκειται να ζήσεις ξανά κάτι τέτοιο στη ζωή σου. Δεν μπορώ να ανταλλάξω αυτή τη στιγμή με τίποτα άλλο”. Όσον αφορά τον παίκτη με τον οποίο έκανε το ένα-δυο; “Όσο πανηγύριζα ένιωσα ότι κάποιος τραβάει το κεφάλι μου προς τα πίσω. Ήταν ο Χαβιέρ Αγκίρε (ο μετέπειτα προπονητής αρκετών ισπανικών ομάδων αλλά και της εθνικής Μεξικού), που μου τραβούσε τα μαλλιά και μου έλεγε ότι δικαιούται κι αυτός εύσημα για το γκολ γιατί μου έδωσε τόσο κακή πάσα”!

21 Ιουνίου 1970, Βραζιλία-Ιταλία, Κάρλος Αλμπέρτο.

“Δεν τον είδα, τον άκουσα”. Μ’ αυτή την απάντηση του Πελέ μεγάλωσαν αρκετές γενιές. Η αλήθεια βέβαια αποδείχτηκε λίγο διαφορετική αλλά είναι κρίμα να χαλάει μια τόσο όμορφη ιστορία για μια μικρή λεπτομέρεια.

“Ο Πελέ κι εγώ είχαμε παίξει τόσες πολλές φορές μαζί που δεν χρειαζόταν να του φωνάξω, ήξερε που ακριβώς ήμουν. Με είχε δει προηγουμένως που ανέβαινα και περίμενε όσο έπρεπε ώστε η πάσα του να είναι στο κατάλληλο σημείο για να μη χρειαστεί να κόψω απότομα ταχύτητα” εξομολογήθηκε πολλά χρόνια μετά ο Κάρλος Αλμπέρτο, αρχηγός εκείνης της Βραζιλίας και σκόρερ του τελευταίου και πιο ωραίου γκολ του Μουντιάλ του 1970.

Οι αποκαλύψεις του ‘Αρχηγού’ (όπως έμεινε στην ιστορία) όμως δεν σταμάτησαν στη συνεργασία με τον Πελέ. “Αυτή την κίνηση την είχαμε δουλέψει πολύ με τον Ζαγκάλο. Είχε στείλει τον βοηθό του να παρακολουθήσει την Ιταλία και μας είχε πει πως αν οι Ζαιρζίνιο, Τοστάο και Πελέ έκαναν ταυτόχρονη κίνηση προς τα αριστερά, όλη η άμυνα των Ιταλών θα κατευθυνόταν μαζί τους γιατί είχαν εντολές να ακολουθούν παντού τους προσωπικούς τους αντιπάλους, έτσι θα είχα άπλετο χώρο να ανέβω από τα δεξιά”. Όπως έγραψε ο Πελέ στην αυτοβιογραφία του μάλιστα, οι βραζιλιάνοι είχαν δώσει και όνομα στον κενό αυτό χώρο που δημιουργούσε στην άμυνα των αντιπάλων η συντονισμένη μετακίνηση τους προς τα αριστερά: “Λεωφόρος”.

Οι Ιταλοί φυσικά δεν ήταν ερασιτέχνες για να πέσουν εύκολα στην παγίδα. Η ‘σελεσάο’ προσπάθησε 1-2 φορές να δοκιμάσει αυτό το κόλπο με το κρυφό ανέβασμα του Κάρλος Αλμπέρτο στο πρώτο ημίχρονο αλλά οι ξεκούραστοι Ιταλοί αμυντικοί έβρισκαν τον τρόπο να καλύπτουν το κενό που δημιουργούνταν. Στο 86′ όμως και με το σκορ στο 3-1, οι δυνάμεις τους είχαν εγκαταλείψει. Έτσι όταν οι Βραζιλιάνοι έκλεψαν σ’εκείνο το σημείο τη μπάλα στο χώρο του κέντρου, την έκρυψαν με χαρακτηριστική ευκολία και αφού την κυκλοφόρησαν ονειρικά (περνώντας την από τα πόδια 7 παικτών πριν αυτή φτάσει στον τελικό αποδέκτη – μόνο ο Εβεράλντο, ο Πιάτσα και ο τερματοφύλακας δεν την ακούμπησαν σ’εκείνη τη φάση!), τη μετέφεραν στην επίθεση στον Ζαιρζίνιο, αυτός βρήκε τον Πελέ και τη συνέχεια την… ξέρουμε όλοι: “Δεν τον είδα, τον άκουσα”